Τρίτη 27 Απριλίου 2010

Αποχαιρετώντας τον Απρίλη... Απόσπασμα από το βιβλίο του Ηλία Λιαμή «Τα μυστικά του Καιρού»


Μια χαρά καταγραμμένη στην παιδική μας μνήμη, θα θέλαμε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο να αναστηθεί ξανά, μαζί με τον Ιησού και να μας δώσει τα δώρα της.

...

Παρά τις προσπάθειες οι μορφές και τα πράγματα, παραμένουν σιωπηλά. Μπορεί και να μιλάνε, όμως ο άνθρωπος δεν μπορεί να ακούσει.

Φαίνεται, πως τα μυστικά ενός άλλου τρόπου ζωής, που λαχταράμε,δε μας καταδέχονται. Μπορεί και να μας φοβούνται. Μας βλέπουν σαν αρπακτικά...

Αντίθετα αυτά τα μυστικά, θυμούνται το δημιουργό τους και μένουνε πιστά στις υποδείξεις του. Χρώματα και μυρωδιές και ήχοι της δημιουργίας περιμένουν να χαριστούν στον υπομονετικό άνθρωπο και μόνο τότε να του αποκαλύψουν τους νόμους μιας άλλης πολιτείας. Μα δε μιλάμε πια την ίδια γλώσσα. Αυτά ψιθυρίζουν κι εμείς κραυγάζουμε. Αυτά προσφέρουν κι εμείς αρπάζουμε. Αυτά προετοιμάζουν υπομονετικά την Άνοιξη κι εμείς απεχθανόμαστε τον κόπο κι έτσι δεν τη γευόμαστε ποτέ.

Μυστικά ... μυστικά… και το πιο μεγάλο... ένα δέντρο. Ένα δέντρο εκεί στο κέντρο του κήπου των μυστικών, στο κέντρο του παραδείσου. Απαγορευμένο για τους ανέτοιμους μέχρι να καταλάβουν πως δεν τα δικαιούνται όλα και μάλιστα χωρίς κόπο και χωρίς υπομονή. Διότι θέλει κόπο να γίνεις άξιος μιας δωρεάς. Διότι θέλει υπομονή να φτάσεις απ΄το δικαίωμα στην ευγνωμοσύνη. Ο Αδάμ αμάρτησε , γιατί άρπαξε. Φτώχυνε τη ζωή του γιατί τη στέρησε απ΄τη χαρά του θαυμασμού, του σεβασμού και της ευγνωμοσύνης για όλα τα δώρα που του δόθηκαν απλόχερα. Ονόμασε την αρπαγή δικαίωμα και το έκανε θεμέλιο της ιστορίας των απογόνων του.

Χωρίς την Αγάπη, το δικαίωμα έγινε το άλλοθι αυτών που δεν μπόρεσαν να αρπάξουν

Κι έγινε ο Θεός άνθρωπος, πέθανε κι αναστήθηκε, για να θυμίσει στον άνθρωπο το δρόμο της χαράς να πασχίζεις για τα δικαιώματα του άλλου.

… Όταν «ανέστη Χριστός», φανέρωσε στον δικαιούχο άνθρωπο, πόσο μίζερο, πληκτικό και τελικά…ζημιογόνο είναι να ζει κανείς μόνο για την αύξηση των πάσης φύσεως κερδών του. Και του έδειξε πως τελικά, ο ανθρώπινος εγωισμός είναι η πιο ασύμφορη επένδυση.

Όταν «ανέστη Χριστός», ο εγω-κεντρισμός έχασε το κεντρί του και άφησε το «εγώ» ελεύθερο να βγει από τα ανοιγμένα μνημεία.

ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ










Αποχαιρετώντας τον Απρίλη...

Απόσπασμα από το βιβλίο του Ηλία Λιαμή «Τα μυστικά του Καιρού»

Μια χαρά καταγραμμένη στην παιδική μας μνήμη, θα θέλαμε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο να αναστηθεί ξανά, μαζί με τον Ιησού και να μας δώσει τα δώρα της.

...

Παρά τις προσπάθειες οι μορφές και τα πράγματα, παραμένουν σιωπηλά. Μπορεί και να μιλάνε, όμως ο άνθρωπος δεν μπορεί να ακούσει.

Φαίνεται, πως τα μυστικά ενός άλλου τρόπου ζωής, που λαχταράμε,δε μας καταδέχονται. Μπορεί και να μας φοβούνται. Μας βλέπουν σαν αρπακτικά...

Αντίθετα αυτά τα μυστικά, θυμούνται το δημιουργό τους και μένουνε πιστά στις υποδείξεις του. Χρώματα και μυρωδιές και ήχοι της δημιουργίας περιμένουν να χαριστούν στον υπομονετικό άνθρωπο και μόνο τότε να του αποκαλύψουν τους νόμους μιας άλλης πολιτείας. Μα δε μιλάμε πια την ίδια γλώσσα. Αυτά ψιθυρίζουν κι εμείς κραυγάζουμε. Αυτά προσφέρουν κι εμείς αρπάζουμε. Αυτά προετοιμάζουν υπομονετικά την Άνοιξη κι εμείς απεχθανόμαστε τον κόπο κι έτσι δεν τη γευόμαστε ποτέ.

Μυστικά ... μυστικά… και το πιο μεγάλο... ένα δέντρο. Ένα δέντρο εκεί στο κέντρο του κήπου των μυστικών, στο κέντρο του παραδείσου. Απαγορευμένο για τους ανέτοιμους μέχρι να καταλάβουν πως δεν τα δικαιούνται όλα και μάλιστα χωρίς κόπο και χωρίς υπομονή. Διότι θέλει κόπο να γίνεις άξιος μιας δωρεάς. Διότι θέλει υπομονή να φτάσεις απ΄το δικαίωμα στην ευγνωμοσύνη. Ο Αδάμ αμάρτησε , γιατί άρπαξε. Φτώχυνε τη ζωή του γιατί τη στέρησε απ΄τη χαρά του θαυμασμού, του σεβασμού και της ευγνωμοσύνης για όλα τα δώρα που του δόθηκαν απλόχερα. Ονόμασε την αρπαγή δικαίωμα και το έκανε θεμέλιο της ιστορίας των απογόνων του.

Χωρίς την Αγάπη, το δικαίωμα έγινε το άλλοθι αυτών που δεν μπόρεσαν να αρπάξουν

Κι έγινε ο Θεός άνθρωπος, πέθανε κι αναστήθηκε, για να θυμίσει στον άνθρωπο το δρόμο της χαράς να πασχίζεις για τα δικαιώματα του άλλου.

… Όταν «ανέστη Χριστός», φανέρωσε στον δικαιούχο άνθρωπο, πόσο μίζερο, πληκτικό και τελικά…ζημιογόνο είναι να ζει κανείς μόνο για την αύξηση των πάσης φύσεως κερδών του. Και του έδειξε πως τελικά, ο ανθρώπινος εγωισμός είναι η πιο ασύμφορη επένδυση.

Όταν «ανέστη Χριστός», ο εγω-κεντρισμός έχασε το κεντρί του και άφησε το «εγώ» ελεύθερο να βγει από τα ανοιγμένα μνημεία.

ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ

Κυριακή 25 Απριλίου 2010

Η αληθινή ελευθερία (Οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου)


Όλοι μας ταλαιπωρούμαστε στη γη και ζητάμε ελευθερία, μα λίγοι ξέρουν τι είναι η ελευθερία και που βρίσκεται.
Κι εγώ θέλω επίσης ελευθερία και την αναζητώ μέρα και νύχτα. Έμαθα πως βρίσκεται κοντά στο Θεό και δίνεται απ’ Αυτόν σ’ όσους έχουν ταπεινή καρδιά, σ’ όσους μετανόησαν και έκοψαν το θέλημά τους ενώπιον του Κυρίου. Σ’ όποιον μετανοεί, ο Θεός δίνει την ειρήνη Του και την ελευθερία να Τον αγαπάει.Γιατί δεν υπάρχει τίποτα πολυτιμότερο στον κόσμο από την αγάπη του Θεού και του πλησίον. Σ’ αυτά βρίσκει η ψυχή ανάπαυση και χαρά.

Η καρδιά μου πονάει για όλο τον κόσμο και προσεύχομαι με δάκρυα γι’ αυτόν, να μετανοήσουν όλοι και να γνωρίσουν το Θεό, να ζήσουν με αγάπη και να γευθούν τη γλυκύτητα της ελευθερίας του Θεού.

Ω, όλοι οι άνθρωποι, προσευχηθείτε και κλάψτε για τις αμαρτίες σας, για να σάς συγχωρήσει ο Κύριος. Όπου υπάρχει άφεση αμαρτιών, εκεί βρίσκεται η ελευθερία της συνειδήσεως και η αγάπη, έστω και λίγη.

Ο Κύριος μάς έδωσε την εντολή να αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Αυτή είναι η αληθινή ελευθερία: η αγάπη για το Θεό και τον πλησίον. Εδώ βρίσκεται και η ελευθερία και η ισότητα. Στην κοσμική τάξη είναι αδύνατο να υπάρξει ισότητα- αυτό όμως δεν έχει σημασία για την ψυχή. Δεν μπορεί να είναι ο καθένας βασιλιάς ή άρχοντας, πατριάρχης ή ηγούμενος ή διοικητής. Μπορεί όμως ο καθένας, σε όποια τάξη κι αν ανήκει, ν’ αγαπάει το Θεό και να είναι ευάρεστος σ’ Εκείνον- κι αυτό είναι το σπουδαίο. Και όσοι αγαπούν περισσότερο το Θεός τη γη, θα έχουν περισσότερη δόξα στη βασιλεία των ουρανών και θα είναι πιο κοντά στον Κύριο. Ο καθένας θα δοξαστεί κατά το μέτρο της αγάπης του.

Η θεία χάρη δεν αφαιρεί την ελευθερία, αλλά συνεργεί μόνο στην εκπλήρωση των εντολών του Θεού. Ο Αδάμ βρισκόταν στην κατάσταση της χάριτος, αλλά δεν του αφαιρέθηκε το αυτεξούσιο. Οι άγγελοι παραμένουν επίσης στο Άγιο Πνεύμα, αλλά δεν τους έχει αφαιρεθεί η ελεύθερη βούληση.

Ο Κύριος έδωσε στη γη το Άγιο Πνεύμα και όσοι το έλαβαν, αισθάνονται τον παράδεισο μέσα τους.

Ίσως πεις: «Γιατί λοιπόν δεν έχω κι εγώ μια τέτοια χάρη;». Επειδή εσύ δεν παραδόθηκες στο θέλημα του Θεού, αλλά ζεις σύμφωνα με το δικό σου θέλημα.

Παρατηρήστε εκείνον που αγαπάει το θέλημά του: Δεν έχει ποτέ ειρήνη στην ψυχή του και δεν ευχαριστιέται με τίποτα. Γι’ αυτόν όλα γίνονται όπως δεν θα έπρεπε. Όποιος όμως δόθηκε ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού, έχει την καθαρή προσευχή και η ψυχή του αγαπάει τον Κύριο.

Έτσι δόθηκε στο Θεό η Υπεραγία Παρθένος: «Ιδού δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ.1, 38).

Αν λέγαμε κι εμείς, «Ιδού ο δούλος Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», τότε τα ευαγγελικά λόγια του Κυρίου θα ζούσαν στις ψυχές μας, η αγάπη του Θεού θα βασίλευε σ’ όλο τον κόσμο και η ζωή στη γη θα ήταν απερίγραπτα ωραία.

Αλλά μολονότι τα λόγια του Κυρίου ακούγονται τόσους αιώνες σ’ όλη την οικουμένη, οι άνθρωποι δεν τα καταλαβαίνουν και δεν θέλουν να τα παραδεχθούν. Όποιος όμως ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αυτός θα δοξαστεί και στον ουρανό και στη γη.


Όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης

Σάββατο 24 Απριλίου 2010

AKROVATO Stela Fyrogeni & Costas Cacoyannis

Agni Parthene

Poetry: Pambos Kouzalis - Music: Costas Cacoyannis

Πάμπος Κουζάλης


Ο Πάμπος Κουζάλης γεννήθηκε στη Λευκωσία. Σπούδασε Αρχαιολογία – Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 1998 εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Στίχοι του έχουν μελοποιηθεί για θεατρικές παραστάσεις του ΘΟΚ («Το γαϊτανάκι του έρωτα» σε σκηνοθεσία Εύη Γαβριηλίδη), της ΕΘΑΛ («Μάνα μητέρα μαμά» σε σκηνοθεσία Μηνά Τίγκιλη), του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών («Φωνές πέρα από το σκοτάδι» σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη), του Φεστιβάλ Αθηνών («Εκκλησιάζουσαι» σε σκηνοθεσία Γιώργου Μουαΐμη) και για τηλεοπτικές παραγωγές του ΡΙΚ, του ΣΙΓΜΑ και του ΑΝΤ1. Έχει δημοσιεύσει ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Το Σεπτέμβριο του 2003 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «ραπτός λόγος». Έχει γράψει το σενάριο για δύο τηλεταινίες, που προβλήθηκαν από το ΡΙΚ.

Με τον Κώστα Κακογιάννη έχουν σκηνοθετήσει το ντοκιμαντέρ «Στέλιος», για τον συνθέτη Στέλιο Πισή, και μια σειρά από βιντεοποιήματα. Έχει συνεργαστεί με τους Γιώργο Νταλάρα, Καλλιόπη Βέττα, Αννίτα Σαντοριναίου, Στέλα Φυρογένη, Δώρο Δημοσθένους, Μαρία Παπαϊωάννου, Armando Mora, Μάρα Κωνσταντίνου και Κωνσταντίνο Μελίδη.


Πάμπος Κουζάλης "Γήρας"

Όσο πάει μικραίνει
Φέτος κλείνει τα ογδόντα

Μην της λες νανουρίσματα
και σου κοιμηθεί
Υποκοριστικά πρωί απόγευμα
και να ντύνεται ζεστά χαμόγελα

Όσο πάει μικραίνει
Μέχρι να πεις ενενήντα
θα χωράει στην παλάμη σου
Μια ολόσωμη
κατ' ενώπιον
ορθή
απουσία
Κι άντε να βρεις κορνίζα
να αγκαλιάσει μια θάλασσα μνήμη


"Πάσιν αφθόνως λάμπει ο ήλιος΄και πάσιν επιτηδεύμασιν επιχαίρει κενοδοξία΄οίον τι λέγω, νηστεύων κενοδοξώ, και καταλύων, ίνα μη γνωσθώ, ως φρόνιμος πάλιν κενοδοξώ΄λαμπρά περιβεβλημένος ηττώμαι ταύτη, και ευτελή εξαλλάσων πάλιν κενοδοξώ΄λαλών ηττώμαι, και σιωπών πάλιν ηττήθην΄ως αν ρίψης ταύτην την τρίβολον, ορθόν το κέντρον ίσταται".

Από την κλίμακα του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου

...και το αντίδοτο πάλι από τον ίδιο Άγιο
"Ταπεινοφροσύνη εστί, σίφων ουράνιος, εξ αβύσσου αμαρτημάτων εις ουρανόν ανενεγκείν ψυχήν δυνάμενος" και

ΑΓΑΠΗ και ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ!!! Ιερό ζεύγος !!!
Η μία υψώνει και η άλλη συγκρατεί όσους υψώθηκαν και δεν τους αφήνει ποτέ να πέσουν.

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

«Καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην»

Δεν χρειάζεται να δώση ο άνθρωπος άλλο τίποτε σάν αντάλλαγμα για την ψυχή του παρά το να γνωρίζη τον εαυτό του πως είναι μηδέν. Και με αυτό θα προσφέρη στον Θεό «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην», η οποία είναι η μόνη θυσία που αρμόζει να προσφέρεται στο Θεό από κάθε ευσεβή άνθρωπο.

Και αυτήν μόνο την θυσία δεν πρόκειται να εξουδενώση ο Θεός, ο οποίος γνωρίζει τον άνθρωπο πως δεν έχει άλλο τίποτε δικό του να του προσφέρη σάν θυσία, καθώς λέγει και ο Δαυΐδ: «Ότι ει ηθέλησας θυσίαν, έδωκα άν? ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις. Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον? καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει».

Με αυτήν την θυσία και σώθηκαν και σώζονται και θα σωθούν βασιλείς, δυνάστες, ευγενείς, δυσγενείς, σοφοί, αμαθείς, πλούσιοι, φτωχοί, ζητιάνοι, άδικοι, πλεονέκτες, άνομοι, ασελγείς, φονιάδες και κάθε είδος αμαρτωλών. Και το βάθος αυτής της θυσίας πρέπει να μετράται με το μέτρο των αμαρτημάτων? δηλαδή κατά τις αμαρτίες που έκανε ο άνθρωπος, ανάλογη να έχη και την ταπείνωσι και την συντριβή.

Aλλά ακόμη και όσιοι και δίκαιοι και καθαροί τή καρδία και όλοι γενικά διά μέσου αυτής μόνο της θυσίας σώζονται. Και η ελεημοσύνη και η πίστις και η φυγή του κόσμου και αυτός ο μεγάλος αγώνας του μαρτυρίου από τα κάρβουνα αυτής της θυσίας, δηλαδή της συντριβής, παίρνουν φωτιά.

Και αυτή είναι η θυσία στην οποία δεν βρίσκεται αμαρτία και η οποία νικά την φιλανθρωπία του Θεού. Γι? αυτήν την θυσία μόνο έρχονται οι αρρώστιες, οι θλίψεις, οι στενοχώριες, τα πταίσματα, τα πάθη τα ψυχικά και τα συνακόλουθα σωματικά? για να προσφέρη αυτήν την θυσία στον Θεό κάθε θεοσεβής.

Διότι εκείνος που θα αποκτήση αυτήν την θυσία, την συντριβή και ταπείνωσι, δεν είναι δυνατόν να πέση από κανένα μέρος, γιατί βρίσκεται πιό κάτω από όλους. Και ο Θεός δεν κατέβηκε στην γή και δεν ταπείνωσε τον εαυτό του μέχρι θανάτου για τίποτε άλλο παρά μόνο, για να εμφυτεύση σε όσους πιστεύουν σ? αυτόν «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην».

Αν υποθέσουμε ότι κάποιος σκορπίζει όλα του τα υπάρχοντα και τα δίνει σε πτωχούς και νηστεύει και αγρυπνεί και χαμευνεί και προσεύχεται στο Θεό νύκτα και μέρα, και δεν ζητήση από το Θεό να αποκτήση καρδιά από φυσικού της συντετριμμένη και τεταπεινωμένη (διότι «πάν δώρημα τέλειον άνωθέν εστι καταβαίνον εκ του Πατρός των φώτων»), αυτός ο άνθρωπος δεν πρόκειται να ωφελήση καθόλου τον εαυτό του. Πρέπει λοιπόν να επιζητούμε εκείνη και μόνο την οδό διά της οποίας εμφυτεύεται μέσα μας καρδιά από φυσικού της συντετριμμένη και τεταπεινωμένη.



Συμεών ο Νέος Θεολόγος

Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

«Ότι ηγάπησε πολύ»

(Το κείμενο και η φωτογραφία -είναι αναδημοσίευση από τοhttp://anastasiosk.blogspot.com/Ευχαριστούμε θερμά Αναστάσιε και Αλεξανδρέα)
Παρασκευή, 02 Απριλίου 2010
ΟΤΙ ΗΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥ (Α΄) - Αλεξανδρεύς
Ό,τι ξέρετε από τη ζωή μου κράτησε λίγες στιγμές.
Για ό,τι προηγήθηκε κάνετε απλές υποθέσεις.
Το τι ακολούθησε μοιάζει συχνά να μη σας ενδιαφέρει καν.
Μοιάζετε σαν τα μικρά εκείνα παιδιά που κρατιούνται σ΄όλη τη διάρκεια του παραμυθιού από τη βεβαιότητα του “έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”.
Σ' όλες τις δυσκολίες του ήρωα, σ' όλα τα βάσανα και τις κακοτυχιές του, σ' όλα τα λάθη και τις πτώσεις του σφιχταγκαλιάζετε την σιγουριά της αγαθής έκβασης των πραγμάτων (αρχιτεκτόνημα κάθε καλού παραμυθά) και διώχνετε σαν ενοχλητική λεπτομέρεια όσα διαμείφθηκαν ενδιαμέσως. Μακάρι να μπορούσα να κάνω κι εγώ το ίδιο.
Μα τα υλικά της ζωής μου δύσκολα με έπειθαν πως η συνταγή της θα οδηγούσε σε αγαθή έκβαση.

Σε μια κοινωνία κλειστή και συντηρητική το να είσαι πόρνη σε οδηγούσε πάντα στη σκέψη πως η ιστορία σου δεν θα μπορούσε να έχει καλό τέλος.
Εντάξει, η παρουσία των Ρωμαίων έδινε την ανακούφιση της σύγκρισης με τα δικά τους, ήθη ωστόσο εγώ δεν ανήκα σε εκείνους.
Είχα το “χάρισμα” και την κατάρα να ανήκω στον εκλεκτό λαό του Θεού.
Ξεχώριζα.
Εμείς οι πόρνες και οι τελώνες έχουμε το προσόν να αισθητοποιούμε μέσα στο σώμα της κοινωνίας την αμαρτία.
Εκείνοι με την παμφάγα, ακόρεστη πλεονεξία, εμείς με την σωματική ηδονή.
Εκείνοι με τα χέρια, εμείς με το υπόλοιπο κορμί.
Είναι χρήσιμο σε μια κοινωνία να μπορεί να εξεικονίζει την αμαρτία σε συγκεκριμένα επαγγέλματα, σε συγκεκριμένα πρόσωπα.
Επιτρέπει εύκολα σε όλους τους υπόλοιπους να ζουν τη βεβαιότητα της αναμαρτησίας τους.
Δε θέλω απόψε να σας μιλήσω για το τι προηγήθηκε, για το πώς έγινα η Πόρνη.

Η ιστορία μου δεν περιέχει τίποτε εξόχως συγκλονιστικό, αφήστε που κάθε φορά πρέπει να ακροβατώ στην παρουσίαση των γεγονότων, στην ερμηνεία τους που με προφανή ή αδιόρατο τρόπο θα σας υποβάλω έτσι που να επιτρέψω να φανεί ή να εξαφανίσω πλήρως την προσωπική μου ευθύνη. Ξέρω, από τις συζητήσεις μου με τις συναδέλφους μου αλλά φαντάζομαι κι όλας, πως η ιστορία μου είναι παράλληλη με κάθε μιας άλλης πόρνης.
Εντάξει, διαφορές υπάρχουν, ωστόσο πάνω-κάτω οι ιστορίες είναι ίδιες.

Τώρα, μετά από τόσα χρόνια μπορώ άνετα να παραδεχτώ πως η συνταγή είχε κι απ΄ τα δυο συστατικά: και προσωπική ευθύνη και κοινωνικό εξαναγκασμό.

Κείνο που καίγομαι να σας πω είναι τι έγινε μετά.

Όταν το μύρο τέλειωσε.

Όταν τα μαλλιά μου ξαναδέθηκαν, όταν η συζήτηση του Ραββί με τον Ιούδα έλαβε τέλος.

(Αλήθεια εκείνος ο Ιούδας πολύ μου θύμιζε τα πρόσωπα κάποιων από τους Φαρισαίους δασκάλους μας. Κάθε φορά που μίλαγαν για τους φτωχούς και την ανάγκη να τους βοηθήσουμε αποδεκατώντας τα υπάρχοντά μας σύμφωνα με το Νόμο του Μωυσή, το βλέμμα τους ήταν περίεργο και μερικές φορές είχα την αίσθηση πως θέλουν να χαϊδέψουν τις χοντρές κοιλιές τους. Κάτι από το βλέμμα τους μου θύμιζε το βλέμμα των αντρών που με πλησίαζαν στο πορνικό μου κρεββάτι).

Όλοι έφυγαν κι εγώ απέμεινα σε μια γωνιά. Δεν είχα πια πού να πάω. Τριγύριζα στους δρόμους. Μια δυο φορές κινδύνεψα από τη ρωμαϊκή περίπολο. Με έσωσε ο επικεφαλής που με ήξερε καλά.

Δεν είχα από πού να πιαστώ κείνο το βράδυ.

Η ζωή μου, το “σπίτι” μου, το κρεββάτι μου, δεν με κρατούσαν πια.

Ήξερα πως είχα πουλήσει τη σιγουριά της ρουτίνας.

Εκείνο το βράδυ είχα απολέσει τη δυνατότητα να μείνω όπως ήμουν.

Έτρεμα όταν τον συνάντησα.
Οι δάσκαλοι σε τούτον τον τόπο, σε τούτο το λαό πιάνουν τα άκρα. Συνήθως τα άκρα της απόλυτης αυστηρότητας.
Μα τούτος ήταν γλυκύς και πράος.
Είχα ακούσει πως μίλησε καλά για μας, τις πόρνες.
Το σχολίαζαν κοροϊδευτικά δύο πελάτες μου που περίμεναν στην αίθουσα αναμονής.
(Συνήθως οι πελάτες μου περιμένουν αμίλητοι και νευρικοί σαν τύχει να συναντηθούν.
Μα κείνοι είχαν χάσει κάθε αίσθηση ηθικής και ξένοιαστοι για το τι περίμεναν να κάνουν σχολίαζαν την φράση του Ραββί:

”Οι τελώνες κι οι πόρνες τραβάνε πρώτοι, οδηγοί για τη βασιλεία των Ουρανών”.

Πέταξαν ένα-δυό υπονοούμενα για το ποιόν ενός τέτοιου δασκάλου.

Ο ένας έκοβε κι ο άλλος έραβε.

Μίλησαν και για έναν τελώνη που ο δάσκαλος πήγε σπίτι του κι έφαγε.

“Ωρα να τον δούμε και σε δημόσιο χώρο με καμμιά πόρνη ”απάντησε ο άλλος.

Τούτη τη φράση την άκουσα καθαρά, μιας κι εκείνη ακριβώς την ώρα άνοιξα την πόρτα μου για να δεχθώ τον ένα απ΄ αυτούς.)

Έτσι μου μπήκε η ιδέα να πάω να τον συναντήσω.

Είχα σκοπό να μετρήσω την αντοχή του.

Εννοούσε όσα έλεγε ή ήταν απλώς λόγια;

Η “δουλειά” μου με είχε κάνει να μην πιστεύω τα λόγια των ανθρώπων.

Άκουσα πως θα έτρωγε στο σπίτι ενός Φαρισαίου.
Κόσμος πολύς είχε μαζευτεί απέξω.

Είχαν μάθει για την ανάσταση του Λαζάρου και το γεγονός είχε εξάψει τη φαντασία τους.

Άλλοι έβλεπαν στο πρόσωπό του το βασιλιά που θα διώξει τους μισητούς Ρωμαίους άλλοι τον γιατρό που νικά τον έσχατο εχθρό, το θάνατο.
Ζωηρές συζητήσεις είχαν ανάψει στον περίβολο.
Εγώ περπατούσα βιαστικά και ταυτόχρονα προσεκτικά.

Κρατούσα στα χέρια μου το δώρο μου.
Η αλήθεια ήταν πως η ιδέα δεν ήταν δική μου.

Πριν τέσσερις ημέρες η Μαρία, η αδελφή του αναστημένου Λαζάρου αγόρασε μύρο και του το έχυσε στο κεφάλι. Σκέφτηκα να κάνω κι εγώ το ίδιο. Βέβαια εκείνη ήταν η αδελφή του φίλου του.
Μια καθωσπρέπει γυναίκα με άμεμπτη συμπεριφορά που μάλιστα καθώς άκουσα την είχε ο ίδιος επαινέσει.

Ενώ εγώ;

Θα δεχόταν μύρο από εμένα;

Εγώ ήμουν πόρνη.

“Πώς μπορείς και συγκρίνεις τον εαυτό σου με τη Μαρία;” άκουγα μια φωνή μέσα μου.

“Τι κοινό έχετε εσεις οι δυο; Εκείνη είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει. Στο κάτω κάτω ανέστησε τον αδερφό της.
Εσύ τι δικαιολογία έχεις;
Για ποιο λόγο να του προσφέρεις μύρο;
Ύστερα λες πώς τον εκτιμάς.
Δεν καταλαβαίνεις σε τι δύσκολη θέση θα τον φέρεις;
Τον εκθέτεις.

Τι θα σκεφτεί ο κόσμος; Θα σας θεωρήσουν... Κάποιοι το λένε κιόλας ανοικτά.
Μην πας, δε χωράς εκεί.
Κι έπειτα τι θα κάνεις αν σε αποπάρει;
Αν σου φερθεί σκληρά; Θα το αντέξεις;
Σε μια Χαναναία γυναίκα μίλησε πολύ σκληρά κάποτε.
Κι εκείνη τι ζητούσε; Τη γιατρειά της κόρης της.
Ενώ εσύ ... Αλήθεια τι ζητάς εσύ; Τι ακριβώς θέλεις από το Ραββί;”

Τούτη η τελευταία ερώτηση με ζάλισε περισσότερο από όλες.
Τι θέλω;
Γιατί πηγαίνω εκεί; παραλίγο να με σταματήσει.

Μα τότε ήταν που την έκανα στην άκρη και όρμησα.
Σαν τρελή πήρα το κομπόδεμά μου, το χρήμα που μάζευα όλα τα χρόνια για τα γερατειά μου, το χρήμα που μάζεψα με αγωνία και αμαρτία, το χρήμα που εισέπραττα πουλώντας το κορμί και την ψυχή μου και όρμηξα στον μυρεψό.
Είχα ξαναμπεί εκεί πολλές φορές μα τούτη τη φορά πήγα στο μέρος που είχε τα ακριβά αρώματα, στο βάθος του μαγαζιού.
Προσπέρασα τα φτηνά αρώματα που συνήθως ψώνιζα για τις καθημερινές μου ανάγκες οι άνθρωποι -οι πελάτες μου θέλουν να μυρίζω ωραία για να ξεχνούν την κάθε είδους δυσωδία της ψυχής τους- και πλησίασα στο άρωμα της νάρδου.
Έπειτα έκανα μεταβολή και γύρισα στη βιτρίνα του μαγαζιού.
Εκεί βρίσκονταν δοχεία, αληθινά κομψοτεχνήματα.
Τα έβαζαν στη βιτρίνα οι μυρεψοί για να τραβούν το μάτι. Τα αρώματα δεν ελκύουν σ' όποια βιτρίνα κι αν τα τοποθετήσεις.
Διάλεξα το ωραιότερο, αλάβαστρο.
Πέρναγε από μέσα του το φως κι άφηνε τις ραβδώσεις του να αντιφεγγίζουν.
Ο μυρεψός κόντεψε να πεθάνει από το φόβο του όταν με είδε να το πιάνω.
Του το δωσα και του 'πα να το γεμίσει νάρδο ολοκάθαρη.
Με κοίταξε με το βλέμμα που κοιτούν έναν τρελό.
Έμεινε για λίγο ακίνητος κι αμίλητος κι ύστερα είπε:

“Σ' όλες τις δουλειές ο έρωτας τυφλώνει, μα στη δική σου είναι ολέθριος”.

Με κοίταξε ξανά σαν να ήθελε να με αποτρέψει.
Μέσα του πάλευαν το εμπορικό του δαιμόνιο με τη λύπηση για κάποιον που σε μια στιγμή ξεπούλαγε τη ζωή του.
Το δικό μου βλέμμα ήταν τόσο αποφασιστικό που ξανάγινε ο απλός έμπορος.
“΄Εχεις να το πληρώσεις” ρώτησε, με στεγνή φωνή τώρα. “Κοστίζει μια περιουσία”.
Τράβηξα το πουγγί μου και το άνοιξα. Το άδειασα επάνω στον μαρμάρινο πάγκο του.

Τα χρυσά νομίσματα κάνουν ένα μουντό θόρυβο, καθόλου χαρούμενο ή καμπανιστό.
Ίσως να φταίει το αίμα που 'χει χυθεί για το χρυσάφι.
Δεν τα άγγιξε. Τα μέτρησε με τα μάτια. Γιατί άραγε; Τα λεφτά τα χρειαζόταν, σε δυο μέρες ήταν Πάσχα.
Μου γέμισε το δοχείο κι έφυγα.

Τα ρέστα τού τα χάρισα.

Σε μια τέτοια σπατάλη, το να πάρει κανείς ρέστα καταντούσε σχεδόν αναίδεια.

Τα ρέστα της ζωής μου.

Μπήκα αμίλητη στο σπίτι. Ένιωσα όλα τα βλέμματα να με καρφώνουν. Δεν έλειψαν ούτε τα βλέμματα των μαθητών του. Είχαν καθήσει δεξιά και αριστερά του και με κοιτούσαν.

Δεν σήκωσα τα μάτια παρά για να κοιτάξω Εκείνον.

Τον είχα ξαναδεί πίσω από το μισόκλειστο παράθυρό μου, καιρό πριν, να περπατά στο δρόμο.
Μα τώρα τον έβλεπα πρόσωπο με πρόσωπο.
Ήθελα να κατεβάσω το βλέμμα γρήγορα, μην πάρει την ενέργειά μου για αναίδεια, μα κάτι μέσα στο δικό του βλέμμα με εμψύχωσε.

Ένιωσα πως το να κοιτάζω εκείνο το σταθερό, ήρεμο βλέμμα θα μπορούσε να αποτελέσει το ευτυχές υπόλοιπο της ζωής μου.

Τι λέω;

Το να τον κοιτάζω, έφτανε για να γεμίσει μια αιωνιότητα.

Ένας σεισμός με συντάραξε.

Μέσα σε μια στιγμή μονάχα ένιωσα να περνάει εμπρός στα μάτια μου όλη η ζωή μου.

Ένιωσα πως εκεί μπροστά του μπορούσα να την ξαναπαίξω.

Να την ξανακερδίσω ή να την χάσω για πάντα.

Δεν ήξερα γιατί, δεν ήξερα πώς, ήξερα μόνο ότι γινόταν.

Τα όσα ακολούθησαν τα ξέρετε.
Τα ξέρουν όλοι εδώ στα Ιεροσόλυμα. Φορές φορές νιώθω πως τα ξέρει όλος ο κόσμος.

Σαν να πραγματοποιήθηκαν τα λόγια του πως τούτη η πράξη μου θα μολογιέται στους αιώνες.

Τα πόδια μου λίγησαν, τα δάχτυλά μου έλυσαν τα μαλιά μου, με ένα απαλό ήχο, σαν το αυγό που σπάει, ο αλάβαστρος άνοιξε και γέμισε το σπίτι από τη μυρωδιά.

Δεν ξέρω αν ήταν η μυρωδιά που έκανε το κορμί μου να θέλει να λιποθυμίσει.

Δεν τόλμησα να αγγίξω σαν τη Μαρία την κεφαλή του.

Στα πόδια Του το 'χυσα ...

Αλεξανδρεύς
Αναρτήθηκε από Αναστάσιος στις 11:35 μ.μ.
Ετικέτες Αλεξανδρεύς
..............................
ΟΤΙ ΗΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥ(Β΄)
Ό,τι ακολούθησε θέλω να σου πω.
Αυτά που δε γράφτηκαν σε κανένα βιβλίο.
Γύριζα σαν την τρελλή στους δρόμους.
Δεν είχα τίποτε από την προηγούμενη ζωή μου.
Δεν είχα ούτε σπίτι, δεν ήθελα πλέον να ζω σε εκείνο το σπίτι -αλλά και ποιος να ρθει πια, ακόμα κι αν το ήθελα- δεν είχα κομπόδεμα, δεν είχα ούτε ρουτίνα να φωλιάσω μέσα σ’ αυτή.

Έπρεπε να τα ξαναχτίσω όλα από την αρχή.

Περπατούσα στους δρόμους κι έβλεπα να με δείχνουν. Μουρμούριζαν κάποιοι, κάποιοι άλλοι έβριζαν φανερά.

Μέσα μου κρατούσα άγκυρα το πρόσωπό του.

Ξεδιψούσα με τα λόγια του.

Κάθε μορφή ανθρώπου νέου, γέρου αλλοιωνόταν για να γίνει τελικά η μορφή εκείνου.

Κείνο το βράδυ πίστεψα ότι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν.

Όχι μεταξύ τους.

Αλλά γιατί όλοι μοιάζουν σε κείνον.

Είχα ξεχάσει την πείνα, τη δίψα, την κούραση.

Έμοιαζε ο χρόνος να χει σταματήσει.
Τα πόδια μου ήταν ελαφρά κι η καρδιά μου γεμάτη δύναμη.
Είχε μιλήσει για μένα.
Είχε διαφωνήσει με έναν από τους μαθητές του για χάρη μου.
Είχε δεχθεί την προσφορά μου.
Ένας μόνο λόγος του έμενε σκοτεινός στο μυαλό μου.
Είχε μιλήσει για τον ενταφιασμό του.
Λόγος σκοτεινός για έναν νέο άντρα με σφρίγος και ζωντάνια.
Λόγος περίεργος για κάποιον που τόσο αγαπούσε ο λαός ώστε να τον υποδεχθεί όχι απλώς σαν βασιλιά αλλά σαν μεσσία στην πόλη μας.

Λόγος ακατανόητος για τον μόνο που όχι μια αλλά τρεις φορές είχε νικήσει το θάνατο.

Στην δωδεκάχρονη κόρη του αρχισυνάγωγου, στο μικρό γιο της χήρας και τέλος στον τριήμερο νεκρό φίλο του είχε αντιπαλέσει με τον ανίκητο εχθρό και τον είχε κατατροπώσει.

Γιατί λοιπόν μιλούσε για θάνατο; Για ενταφιασμό;
Όταν πια τα πόδια μου δεν άντεχαν άλλο κάθισα σε μια γωνιά του δρόμου και περίμενα.
Έκλεισα τα μάτια και τον ένιωσα πλάι μου, είχε ανοίξει την αγκαλιά του και με περίμενε. Τρόμαξα. έδιωξα τη σκέψη γρήγορα απ’ το μυαλό μου. Το κάκισα που γεννούσε τέτοιες ιδέες. Όμως εκείνος ξαναγύριζε. Με ένα βλέμμα καθαρό, μια όψη λαμπερή, απαστράπτουσα κράταγε την αγκαλιά του ανοικτή και με περίμενε.

Δεν ένιωθα πια η πόρνη. Δεν ένιωθα καν γυναίκα.
Ένιωθα σαν το μικρό παιδί που θέλει να τρέξει πίσω στην αγκαλιά του πατέρα, στην μόνη αγκαλιά που του πρόσφερε ασφάλεια, σιγουριά, συγχώρεση.
Τον άκουσα να μιλάει.
“Μη φοβάσαι την αγάπη μου, μη φοβάσαι την αγάπη σου, μου είπε. Ούτε εγώ τη φοβάμαι. Η τέλεια αγάπη πετάει έξω κάθε φόβο. Αυτό είναι το δικό σου κλειδί για τον Παράδεισο: η αγάπη. Μην το πετάξεις.”
Κάπου εκεί αποκοιμήθηκα.
Δεν θυμάμαι πως κύλησε η επόμενη μέρα.
Εκείνο που δε θα ξεχάσω ποτέ είναι η επόμενη νύχτα. Ήταν αργά, ξημέρωνε. Γύριζα τα βήματά μου στην πόλη ψάχνοντας να τον δω έστω κι από μακριά. Τα πρώτα κοκόρια είχαν λαλήσει, όταν άκουσα λυγμούς. Λυγμούς αντρίκιους, βαριούς μαζί μ' ένα αναφιλητό.
Μέσα στο φεγγαρόφωτο είδα έναν άντρα να κλαίει.
Ένας άντρας που κλαίει είναι πάντα κάτι πολύ ξεχωριστό έστω κι αν είναι μόνος, στο σκοτάδι. Τον κοίταξα και τον γνώρισα. Ήταν μαθητής του. Ήταν αυτός που στεκόταν πάντα δίπλα του, ο πιο δυναμικός, εκείνος που θύμωσε με τον Ιούδα που τσιγγουνεύτηκε το δικό μου μύρο. Το κορμί του συνταραζόταν από τους λυγμούς κι ολότελα παράξενα για μένα το λάλημα ενός δεύτερου πετεινού έφερε νέο κύμα θλίψης στην ψυχή του. Ήθελα να τον πλησιάσω, να τον παρηγορήσω και ταυτόχρονα να τον ρωτήσω τι τον πόναγε τόσο. Μα τον φοβόμουν. Τόσα χρόνια είχα μάθει να φοβάμαι τους άντρες. Κοίταξα γύρω μου να δω πού βρίσκομαι. Είχα φτάσει έξω από την αυλή του Καϊάφα.
Κόσμος μπαινόβγαινε μέσα στη νύχτα, μα εκείνο που πάγωσε το κορμί μου ήταν όταν τον είδα. Δεν ήταν όπως εχθές. Τα χέρια του ήταν δεμένα και στο δεξί του μάγουλο φαινόταν καθαρά το αποτύπωμα μιας παλάμης. Ήταν κουρασμένος. Ήταν θλιμμένος, μα δυνατός. Γύρισε το βλέμμα και με κοίταξε. Όρκο παίρνω πως εκεί που στεκόμουν δεν φαινόμουν, κανενός δαυλού το φως δεν έφτανε ως το μέρος μου. Ωστόσο είμαι σίγουρη πως με κοίταξε και πως -μη με πάρετε για τρελλή- μου χαμογέλασε.
Ένα χαμόγελο πικρό, μα ήρεμο.
Ένα χαμόγελο που μου έφτανε για μια ζωή.
Όταν τον πήραν τόλμησα να προβάλλω από το σκοτάδι. Ρώτησα:
-Πού τον πηγαίνουν;
-Σαν ξημερώσει θα τον πάνε στον Πιλάτο, ήταν η απάντηση μαζί με ένα περιφρονητικό βλέμμα.
Ο άντρας με είχε αναγνωρίσει. Ο ανόητος δεν σκέφτηκε ποτέ ότι κι εγώ τον είχα αναγνωρίσει...

Αλεξανδρεύς
Αναρτήθηκε από Αναστάσιος στις 12:31 π.μ.
Ετικέτες Αλεξανδρεύς
...................................................
ΟΤΙ ΗΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥ(Γ΄)
Χαμένη καθώς τριγυρνούσα μέσα στους δρόμους πέρασα το πρώτο κύμα, τον πρώτο πειρασμό. Τότε δεν ήξερα πως θα ακολουθούσαν κι άλλοι. Ξεκίνησε σαν μια επίμονη φωνή. Την έδιωχνα, ερχόταν πάλι.
-Καλά να πάθεις! Τι δουλειά είχες εσύ μ' αυτόν; Τι ζήταγες στο σπίτι του Φαρισαίου; Κάνεις λάθη! Έκανες ένα ακόμα. Το μεγαλύτερο ίσως. Γιατί δεν γυρίζεις πίσω; Είσαι πόρνη. Φαντάστηκες πως με τα νομίσματά σου θα ξεπληρώσεις το βίο σου;
Κι εκείνος που πίστεψες ποιος ήταν;
Ένας αγύρτης!
Ένας χαμένος! Σε λίγο θα χάσει τη ζωή του. Κι εσύ; Εσύ τι θα κάνεις; Πάλι με τους χαμένους; Είχες κάτι. Μια σταθερή δουλειά. Εντάξει όχι την καλύτερη. Εντάξει, εντάξει τη χειρότερη. Αλλά τώρα, τι έχεις;
Τώρα δεν έχεις τίποτε.
Τα έχασες όλα.
Βούιζαν οι φωνές σα σφήκες μέσα στο κεφάλι μου, τόσο δυνατά, τόσο επίμονα που άρχισα ασυναίσθητα να κουνάω τα χέρια, να κουνάω το κεφάλι για να τις διώξω.
Έκλαιγα. Τα μάτια μου πλημμύριζαν δάκρυα με μια ένταση που ποτέ δεν είχα ξαναζήσει. Πονούσα.
Τον αγαπούσα και θα τα περνούσα όλα αγόγγυστα για χάρη του φτάνει μόνο να είχα τη βεβαιότητα της ύπαρξής του.
Σε λίγο λυγμοί ανατάραζαν το κορμί μου ολάκερο, ένιωθα να συντρίβομαι από το πελώριο “γιατί” που μου εξακόντιζε κείνος που μου ψιθύριζε -λάθος που κραύγαζε και κάγχαζε και επαιρόταν μέσα στο μυαλό μου.
Ήθελα να φωνάξω μα ήταν ξημέρωμα. Θα με μάζευε η περίπολος κι εγώ θα χανα οριστικά την ελπίδα να τον ξαναδώ. Δάγκωσα τα χείλη με δύναμη και μούγκρισα από τον πόνο ως τα κατάβαθά μου. Όχι από τον πόνο των χειλιών. Από τον άλλο...
Ύστερα σωριάστηκα στο χώμα, υγρό από την πρωινή πάχνη, μη θέλοντας να συνεχίσω τη ζωή μου. Τότε τον άκουσα ξανά.
¨Η αγάπη σου είναι το κλειδί σου” ξανά 'πε.
Τον είδα να χαμογελά και να χάνεται μέσα στην αχλύ του πρωινού, εκείνου του πρωινού, παραμονή Πάσχα.
Έξω από την αυλή του πραιτωρίου στάθηκα με τις ώρες. Δεν με ένοιαζε το να μη μπω μέσα. Σιγά το μίασμα. Τι σημασία είχε πια το Πάσχα; Έχανα ό,τι είχα και μια γιορτή θα με έκανε να σταματήσω; Μα οι άλλοι;
Α! Οι άλλοι έμειναν απέξω. Ήτανε μίασμα λέει να μπουν μέσα στο πραιτώριο, να βρεθούν μαζί με τους Ρωμαίους παραμονή τέτοιας γιορτής.
Μα την πίστη μου είμαστε περίεργος λαός.
Μας νοιάζει το Πάσχα και το Σάββατο, μετράμε τα βήματά μας και το μήκος του φορέματός μας και σκοτώνουμε αλύπητα ό,τι πιο ευγενικό έβγαλε η φυλή μας.
Δεν τρώμε χοιρινά, μα τρέχουμε να κυλιστούμε σα γουρούνια στα κρεβάτια του αγορασμένου έρωτα.

Είμαστε ικανοί να σταματήσουμε την άνοιξη αν τύχει κι έρθει λάθος μέρα.
Είμαστε ξεχωριστοί, τάχα, και μας αξίζει κάθε εύνοια του ουρανού μόνο και μόνο γιατί το λέει το αίμα μας.
Κουνάμε στον αγέρα το όνομα του Μωυσή και του Αβραάμ για να ξορκίσουμε κάθε υποψία ότι μοιάζουμε με τους υπόλοιπους ανθρώπους.
Δουλωθήκαμε στους Ρωμαίους και περιμένουμε πάντα ένα βασιλιά για να μας σώσει. Κι ωστόσο οι άρχοντές μας γίνανε ένα με τους κατακτητές.
Πίνουν και τρώνε μαζί -δεν εννοώ φυσικά πως κάθονται στο ίδιο τραπέζι, όχι- απλά τρώνε και πίνουνε μαζί το αίμα του λαού.
Κι ο λαός; Ο λαός καταπίνει ό,τι του σερβίρουν. Του αρέσει το δόλωμα του “ξεχωριστού”. Τσιμπάει πάντα. Είμαστε λέει ξεχωριστοί. Εγώ βέβαια στο επάγγελμά μου πάντα τους ξεχωρίζω τους συμπατριώτες μου πελάτες...
..........................................................................................................................................................
Όπως απλώνει το λάδι πάνω στο νερό της θάλασσας. Έτσι άπλωσε στο πλήθος που μαζεύτηκε έξω από το πραιτώριο το μίσος κι η κακία. Δεν χρειάστηκαν πάνω από πεντέξι ακροβολισμένους φαρισαίους για να απλωθεί το δηλητήριο. Κοίταγα το πρόσωπο μιας μεσόκοπης γυναίκας πως άλλαξε σιγά-σιγά.
Όταν ήρθε ήταν κουρασμένη, ξενυχτισμένη. Φαινόταν καθαρά πως την τραβούσε μια περιέργεια. Μια περιέργεια σχεδόν παθολογική που έχουμε όλοι μας σαν πρόκειται να δούμε να αλλάζει η μοίρα ενός ανθρώπου προς το χειρότερο. Ένας πελάτης μου, Έλληνας, που του άρεσε να μου κάνει μάθημα κάθε φορά που ερχότανε μαζί μου (ίσως να νόμιζε πως έτσι ησύχαζε λίγο τις ενοχές του) έλεγε πως κι ο δικός του λαός είχε αυτό το ενδιαφέρον.
Είδα εκείνη τη γυναίκα να ξυπνά σιγά σιγά, το πρόσωπό της να χάνει την περιέργεια που μεταβαλλόταν σε μίσος. Σε λίγο με στριγγή φωνή κραύγαζε: “Πάρτον, πάρτον και σταύρωσέ τον”. Το πλήθος την ακολούθησε και σε λίγο το ρυθμικό “πάρτον-πάρτον” έμοιαζε με τον ήχο των καρφιών που καρφώνονταν στα χέρια και τα πόδια εκείνου.
Την έβλεπα να φωνάζει και μόλο που δεν την ήξερα πίστευα πως κάπου την έχω ξαναδεί. Και τότε... Τότε θυμήθηκα! Τι βάσανο είναι στον άνθρωπο η μνήμη! Ήταν εκείνη η ίδια γυναίκα.... Στάθηκα δίπλα της και ψιθύρισα: “Ωσανά, ωσανά υιός Δαυίδ”!
Πώς άκουσε τη φωνή μου; Θα ταν η ψυχή της που την ακούμπησε στα αυτιά της. Με κοίταξε με βλέμμα τρομαγμένο. Ύστερα πήρε δύναμη από τα “άρον, άρον” που άκουγε γύρω της. Με κοίταξε μ' οργή.
“Οι άνθρωποι κάνουν λάθη, είπε. Καλό είναι που το καταλάβαμε. Που καταλάβαμε την αλήθεια!”

Εγώ την αλήθεια την έβλεπα μπροστά μου.
Στεκόταν εκεί στο μπαλκόνι του Πιλάτου. Ματωμένος, με το χιτώνα να χει κολλήσει πάνω στο κορμί, με το μέτωπο γεμάτο πηγμένα αίματα, με δυο μάτια γεμάτα πόνο αλλά και βεβαιότητα. Κρατούσε το κορμί τεντωμένο με την αρχοντιά ενός πρίγκιπα κι ωστόσο είχε το βλέμμα του στοργικού πατέρα. Μας κοίταζε όπως ένας πατέρας κοιτάζει ένα παιδί που ατακτεί, που δεν ξέρει τι ζητά.

Ήταν εκεί, θύμα της κακίας μας και μαζί ελεγκτής μας.

Ήταν υπέροχος και άθλιος, ήταν αξιολύπητος κι αξιοζήλευτος.

Ήταν άνθρωπος στην ομορφιά και στην κατάντια του.

Αλεξανδρεύς
Αναρτήθηκε από Αναστάσιος στις 1:06 π.μ.
Ετικέτες Αλεξανδρεύς
........................................
ΟΤΙ ΗΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥ(Δ΄)

Οι λίγες εκατοντάδες μέτρα από το πραιτώριο ως το Γολγοθά μου φάνηκαν ότι κράτησαν αιώνες. Τώρα πια συνειδητοποιούσα τι εννοούσε όταν μίλαγε για ενταφιασμό.
Ήξερε! Ήξερε τι τον περίμενε!
Αλλά αν ήξερε, τότε και μπορούσε...
Μπορούσε να τα αποφύγει όλα αυτά.
Ένας που ξέρει το μέλλον, ένας που ανασταίνει νεκρούς ...
( Νεκρούς είχε αναστήσει τρεις... όχι είχε αναστήσει τέσσερις. Είχε αναστήσει κι εμένα. Με είχε βγάλει μέσα από τη ζωή μου με ένα τρόπο όχι λιγότερο θαυμαστό από εκείνον που έβγαλε το Λάζαρο από τον τάφο!)
Τότε γιατί; Απ' όλα τα “γιατί” της ζωής μου εκείνο με βασάνιζε περισσότερο.
Γιατί αφού μπορούσε, άφησε να συμβούν τα πράγματα έτσι; Μέσα σε εκείνο το “γιατί” ζήταγε να εισχωρήσει κι ο άλλος.
Περπατούσα ανάμεσα στο πλήθος που τον συνόδευε στο Γολγοθά και πιο δυνατά από τις φωνές τους άκουγα εκείνη μέσα στο μυαλό μου.
-Αν εκείνος δεν μπορεί να σώσει τον εαυτό του τότε ούτε για σένα μπορεί να κάνει τίποτε.
-Έχεις χάσει τα πάντα.
-Δεν σώζει αφού δεν σώζεται.
-Δε βλέπεις τους μαθητές του πώς τον εγκατέλειψαν; Μόνο εκείνος ο νεαρός έμεινε πλάι του. Μάλλον δε θα καταλαβαίνει τον κίνδυνο.

-Και το κυριότερο: με εσένα δε γίνεται τίποτε.
Μια στιγμή, όσο σπουδαία κι αν είναι, δε φτάνει για να σου χαρίσει τη σωτηρία!

Τι μπορούσε κανείς να απαντήσει σε τόσο λογικές ερωτήσεις;

Νιώθει τη λογική τους κι όμως θέλει να τις απορρίψει. Θέλει να πιστέψει πως τα πράγματα είναι διαφορετικά από ότι φαίνονται.

Τότε κατάλαβα πώς σε τέτοιες στιγμές πρέπει απλά να συνεχίζεις.

Δε χρειάζεται να απαντάς.
Δεν έχεις τι να απαντήσεις.
Χρειάζεται απλά να συνεχίζεις.
Κι εγώ συνέχιζα. Περπατούσα αμίλητη στην άκρη της πομπής με το κεφάλι σκυφτό.
Σε μια στιγμή σταμάτησαν. Σε τέτοιες στιγμές το μυαλό κάνει τις πιο τρελές σκέψεις:
-Γιατί σταμάτησαν; Τι συμβαίνει; Μήπως κάτι άλλαξε; Μην ήρθε η ώρα του θαύματος;
Τεντωνόμουνα να δω, μα δεν έβλεπα. Άκουσα όμως μια φωνή. Την ίδια λέξη από πολλά στόματα: Έπεσε!
Άλλος το έλεγε με λύπηση άλλος με αδιαφορία, κάποιοι με κακία.
Έπεσε!
Δεν μπορεί να μιλούσαν για κανένα άλλον παρά για εκείνον. Ώστε δεν άντεξε; Ώστε η πορεία θα σταματούσε εδώ; Δεν είχε έρθει λοιπόν η ώρα του θαύματος;
Μια φωνή έδινε τώρα συνέχεια σε όσα δεν έβλεπα.
-Εμπρός!
-Ποιος είναι αυτός;
-Ο Σίμωνας, ο πατέρας το Αλεξάνδρου και του Ρούφου. Του ζήτησαν φαίνεται να κουβαλήσει το σταυρό.
-Αν σκύβει τόσο ο Σίμωνας, σκέψου τι βάρος έχει. Φυσικό ήταν να λυγίσει.
Ένα μικρότερο δράμα μέσα στο μεγάλο δράμα παιζόταν εκεί λίγα μέτρα μπροστά μου αλλά εγώ δεν μπορούσα να το δω. Ήθελα να τρέξω και να πέσω στα πόδια του. Ήθελα να ικετέψω, να του δοθεί χάρη. Ήθελα να χω όλο τον πλούτο του κόσμου όχι για να αγοράσω μύρο αλλά για να τον εξαγοράσω εκείνον.
Αλλά ένιωθα πως η δική μου ώρα είχε περάσει.
Ένιωθα πως εκείνη την ώρα, εκείνος ήταν μόνος του. Ότι έπρεπε να είναι μόνος. Αφού οι άνθρωποι του έκαναν ό,τι του έκαναν πώς μπορούσα εγώ, ένας άνθρωπος, να τον πλησιάσω;
Όταν εκείνη την εκκωφαντική έλλειψη λέξεων συμπάθειας δε διέκοπτε ούτε η φωνή της μάνας του πώς μπορούσα εγώ να μιλήσω;
Μου φαινόταν πως τα άκουγα κι εγώ, τόσο σίγουρη ήμουν για εκείνα που θα του κραύγαζε ο Πειραστής εκείνη την ώρα στο κεφάλι:
-Βλέπεις όλοι σε εγκατέλειψαν! Κανείς δε σε υπερασπίζεται!
Ούτε η μάνα που σε γέννησε δε φωνάζει!
Όλοι, όλοι σε εγκατέλειψαν!!! Κι ο Θεός σε εγκατέλειψε!!!!
-Μπορούσες να χεις γίνει Βασιλιάς τους!
Δεν θέλησες. Θέλησες να τους κερδίσεις ελεύθερους!!!
Ποτέ κανείς δε τους κέρδισε όταν ήταν ελεύθεροι.
Ούτε ο Θεός στον παράδεισο!
Κι από κει του τους άρπαξα. Οι άνθρωποι δε θέλουν λευτεριά.
Θέλουν ψωμί και καμουτσίκι! Παραδέξου την ήττα σου!
Ήταν τόσο δυνατές οι φωνές μέσα μου που λιποθύμησα. Ποτέ δε θα συχωρέσω τον εαυτό μου που λιποθύμησα. Όταν συνήρθα, έτρεξα με όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει προς την κορφή του φοβερού λόφου.
Τον είχαν σταυρώσει. Βρισκόταν εκεί κρεμασμένος πάνω σε κείνο το σατανικό μηχάνημα που είχε εφεύρει η ανθρώπινη κακία. Με δυο τεράστια καρφιά να χουν τρυπήσει τα χέρια του. Στον καρπό. Και άλλα δυο στα πόδια του. Σε εκείνα τα πόδια που δυο μέρες πριν είχα λούσει με τα μύρα και τα δάκρυά μου. Κρεμόταν από τα χέρια και τα πλευρά του έκλειναν από το βάρος του κορμιού.
Πίεζε τα πόδια του πάνω στα καρφιά για να ανασηκώσει το κορμί για να δώσει λίγο χώρο στο στήθος του να ανοίξει και να πάρει αέρα.
Μα αυτό του προκαλούσε αφόρητο πόνο.
Πόνο που δεν τον καταλάβαινες από μορφασμούς αλλά από τον ιδρώτα που ανέβλυζε εντονώτερα εκείνες τις στιγμές. Έπειτα αφηνόταν πάλι να πέσει μα σε λίγο η ανάγκη για ανάσα ήταν τόσο μεγάλη που πίεζε ξανά να ανασηκωθεί.
Ήθελα να φωνάξω, να κραυγάσω και να τα βάλω με όλους: με τους ανθρώπους που τον κατεδίκασαν σε εκείνο το φοβερό μαρτύριο, με τους ανθρώπους που ανακάλυψαν το μαρτύριο αυτό.
Τέλος ... ναι, τέλος με το Θεό που τους επέτρεπε να φέρονται έτσι.
Ήξερα για ένα Θεό δίκαιο και τιμωρό.
Ένα Θεό που επέτρεπε να λιθοβολιστεί ένας άνθρωπος μόνο και μόνο αν παρέβαινε το Μωσαϊκό νόμο. Πού ήταν λοιπόν αυτός ο Θεός;
Φοβόμουν να ξεστομίσω το λόγο, τον έδιωχνα από τη σκέψη μου όταν άκουσα τη φοβερή κουβέντα από το στόμα του.
Βγήκε σαν παράπονο, σα λυγμός και σαν αίνιγμα: Ελωΐ, ελωΐ λαμά σαβαχθανί;
Ώστε ένιωθε εγκαταλελειμμένος;
Δεν είχε λοιπόν ένα μυστικό τρόπο να επικοινωνεί με εκείνον που θεωρούσε Πατέρα του; Δεν ήταν λοιπόν μόνο του μυαλού μου κείνοι οι Πειρασμοί;
Άκουσα κάτι ανόητους να μιλάνε για τον Ηλία μα δεν απάντησα.
Εκείνον που βρίσκεται στον πόνο συχνά τον περιγελούν οι άνθρωποι.
Ίσως έτσι να θεωρούν ότι ξορκίζουν το κακό από κοντά τους.
Μαζί με τους άλλους άκουσα και τον ένα ληστή να μιλά. Βαριανάσαινε, αφού δεν μπορούσε να πάρει αέρα. Τούτο δεν τον εμπόδισε να περιγελά.
Είχε ένα ύφος άγριο και μοχθηρό. Ένιωθε πως επιτέλους εκείνος κι ο Ραββί ήταν το ίδιο.
“Τι διαφορά κι αν έζησα καλά ή όχι;
Ληστής εγώ, δάσκαλος εκείνος, σε διπλανούς σταυρούς καταντήσαμε.
Τίποτε δεν υπάρχει. Η ζωή είναι παράλογη”.
Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω πόσα άκουγα έξω και πόσα μέσα στο κεφάλι μου.
Σα σφυριά με χτυπούσαν οι λέξεις.
Τότε άκουσα τον άλλο ληστή να του απαντάει. Είχε κρατήσει λίγη από την ανθρωπιά του.
Λίγες σταγόνες δικαιοσύνης και αυτοσυνειδησίας.
-Δεν φοβάσαι το Θεό που βρίσκεσαι στην ίδια τιμωρία. Εμείς καλά να πάθουμε αλλά τούτος εδώ; Ετούτος τίποτα κακό δεν έχει κάνει.
Ύστερα μάζεψε όσες δυνάμεις του δινε ο λιγοστός αέρας στα πνευμόνια του και γύρισε το βλέμμα στο Ραββί.
Το βλέμμα του είχε γίνει παιδικό.
Πώς μπορεί να κρυφτεί τόσα χρόνια στο πρόσωπο ενός ληστή ένα παιδί;
Μα τώρα εκείνος ο φοβερός ληστής είχε γίνει ξανά ένα παιδί.
Ένα παιδί που νιώθει πως έκανε λάθος, πως δεν αντέχει να στενοχωρεί άλλο τον πατέρα.
Ένα παιδί που θυμάται και συνειδητοποιεί πως τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε καλύτερα.

Και που ελπίζει, με μια παράλογη ελπίδα, πως μπορούν να πάνε καλύτερα.

-Κύριε, θυμήσου με στη Βασιλεία σου!

Ήταν ο λόγος που βγήκε από το στόμα του.
Ένιωσα κάτι να με σκίζει εκείνη τη στιγμή.
Ό,τι έλεγε ο ληστής ήθελα να το πω κι εγώ.
Ό,τι ένιωθε εκείνος ήταν και δική μου σκέψη. Όπως πονούσε εκείνος, πονούσα κι εγώ.

Όσο έλπιζε εκείνος έλπιζα κι εγώ.
Κράτησα την ανάσα μου καθώς ο Ραββί ετοιμάστηκε με κόπο να απαντήσει.

-Αλήθεια σου λέω, σήμερα κιόλας θα σαι μαζί μου στον Παράδεισο.

Και χαμογέλασε.
Χαμογέλασε με κείνο το θλιμμένο του πρόσωπο κι ένιωσα για πρώτη φορά πως μας χαμογελούσε ο Θεός.
Εκείνος ο αυστηρός Θεός που μας είχε δείξει την έξοδο του Παραδείσου ήταν εκεί και για πρώτη φορά χαμογελούσε.
Είχε τα χέρια του ανοιχτά σαν αγκαλιά. Σαν τη μεγαλύτερη αγκαλιά του κόσμου έτοιμη να μας δεχτεί πάλι πίσω, όχι γιατί τα καταφέραμε, όχι γιατί γίναμε αυτό που έπρεπε αλλά γιατί με πάθος, με πάθος μεγαλύτερο από αυτό που κυνηγούσα εγώ το Ραββί, μας αγαπούσε.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, πολλές φορές, με ζήλεια, το ληστή τον θυμήθηκα...

Αλεξανδρεύς
Αναρτήθηκε από Αναστάσιος στις 6:17 π.μ.
Ετικέτες Αλεξανδρεύς
.............................................................
ΟΤΙ ΗΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥ(Ε΄)
Έμεινα εκεί. Θα πρέπει να με μπέρδεψαν με τις πέτρες έτσι όπως ήμουν κουλουριασμένη γιατί κανένας δε με ενόχλησε.
Ήμουν εκεί όταν ζήτησε μονολεκτικά κάτι να δροσίσει τα χείλη του. Η ξινή μυρωδιά του ξιδιού έφτασε ως τα ρουθούνια μου.

Ήμουν εκεί όταν έδωσε στη μάνα του έναν καινούργιο γιο για να χει να αγαπάει.

Ήμουν εκεί σαν φώναξε το τρομερό εκείνο “Τετέλεσται”.

Ήταν λυγμικό και θριαμβικό μαζί.

Είχε κάτι από ρωμαϊκό θρίαμβο και από την ήσυχη καληνύχτα ενός ανθρώπου που κουράστηκε και κλείνει τα βλέφαρα.
Ήμουν εκεί, ακίνητη, να ρουφώ κάθε λόγο του, να αποτυπώνω κάθε κίνηση του προσώπου Του να ρουφώ την ανάσα Του μέχρι τέλους.
Ίσως γαντζωμένη στην ελπίδα ότι κάτι μπορεί να συμβεί ως την έσχατη ώρα.
Ήμουν εκεί σαν παρέδωσε στον Πατέρα του το πνεύμα και γέρνοντας το κεφάλι ανεχώρησε.
Ήμουν εκεί όταν άνοιξε ο ουρανός και μ΄ αστραπές σκοτάδι και βροντές τον υποδέχτηκε.
Ένιωσα τη γη να συγκλονίζεται κάτω από τα πόδια μου κι άκουσα τη φωνή του φόβου ν' ανεβαίνει από την πόλη.
Είδα το σταυρό του να ταλαντώνεται κι άκουσα το ρωμαίο εκατόνταρχο να μουρμουρίζει λέξεις μεταμέλειας.
Μα εμένα δε με ένοιαζε τίποτε από όλα αυτά.
Το βλέμμα μου, το είναι μου είχε καρφωθεί στα παγωμένα μάτια του.
Στο σώμα του που άλλαζε σιγά-σιγά χρώμα παίρνοντας το χρώμα του κεριού. Είχε φύγει. Τότε μόνο πήρα το βλέμμα από πάνω του.

Κοίταζα δίπλα του τους δυό ληστές να προσπαθούν απεγνωσμένα να πάρουν ανάσες.
Τον ένα τον λυπόμουν.
Τον άλλο τον ζήλευα. Του 'χε πει πως σήμερα κιόλας θα τον έπαιρνε μαζί του στον Παράδεισο. Δε με ένοιαζε πού.
Δεν ξέρω τι ήταν ο Παράδεισος. Ήξερα πως τίποτα δεν ήταν ωραιότερο από το να είσαι μαζί του.
Αυτό ήταν Παράδεισος!

Σε λίγο ένας στρατιώτης έφτασε βιαστικός. Μουρμούρισε κάτι στον εκατόνταρχο κι έπειτα πήρε μια λόγχη και προχώρησε προς το σταυρό του. Κάρφωσε τη λόγχη στην πλευρά.
Το σημείο απ' όπου σε έναν ζωντανό θα τιναζόταν πίδακας το αίμα αντέδρασε με την ηρεμία των νεκρών.
Κάμποσο διάφανο υγρό κι ένα πήγμα βγήκαν από την πλευρά του.
Έπειτα ο βιαστικός στρατιώτης ανεχώρησε.
Ήθελε να μεταφέρει το νέο του θανάτου.
Δυο τρεις στρατιώτες στην άκρη συζητούσαν το περίεργο γεγονός του να πεθάνει κανείς τόσο γρήγορα. Μου φάνηκαν αστείοι. Εκτός αν μόλις είχαν φτάσει από τη Ρώμη δεν υπηρχε κανείς στην πόλη που να μην ήξερε τα τόσα περίεργα που είχε η ζωή αυτού του ανθρώπου. Ιστορίες διέτρεχαν τους δρόμους, άνθρωποι θεραπευμένοι που τους έδειχναν οι άλλοι αναφέροντας πλήθος αρρώστιες από τις οποίες ο Ιησούς τους θεράπευσε, κι ακόμα κομμάτια ψωμί που τα κράτησαν κάποιοι σα φυλαχτό αφού διηγούνταν πώς με πέντε ή εφτά ψωμιά σαν αυτά είχε θρέψει χιλιάδες κόσμου.

Είχε τη δύναμη να θρέφει τους ανθρώπους, να τους θεραπεύει, να τους ανασταίνει.

Γιατί να διαλέξει το θάνατο;

Δεν κατάλαβα πότε έφτασε η νύχτα. Το σκοτάδι που είχε απλωθεί στην ψυχή μου ήταν σαφώς βαθύτερο από κείνο που κάλυπτε σιγά-σιγά τα πάντα. Δυό σκοτεινές φιγούρες ανέβηκαν στο λόφο. Από το βάδισμα κατάλαβα πως δεν ήταν πια νέοι. Τους ακολουθούσαν υπηρέτες.
Ένας από αυτούς κρατούσε ένα βάζο. Τα ήξερα αυτά τα βάζα. Τα είχα δει στο μυρεψό. Ήταν τεράστιο. Ήταν προφανές ότι τον ετοίμαζαν για κηδεία. Ένας από τους υπηρέτες στερέωσε μια σκάλα. Έβαλε το κεφάλι του κάτω από τη μιά του αμασχάλη και ξεκάρφωσε το ένα καρφί. Έπειτα έβγαλε το άλλο. Τον πήρε στην πλάτη και τον κατέβασε.
Στο κάτω μέρος περίμεναν τέσσεροι άνθρωποι:οι δυο άρχοντες, η μάνα κι ο νέος της γιος.
Ένα ήσυχο κλάμα τον τύλιγε μαζί με το μεθυστικό άρωμα του ανοιγμένου δοχείου.
Τα άσπρα λουρίδια, τα οθώνια έλαμπαν το φως της σελήνης που έλαμπε ήδη στον ουρανό.
Όση ανθρώπινη φροντίδα είχε αρνηθεί στη ζωή του, εκείνος που δεν απέχτησε ούτε σπίτι ούτε κρεββάτι δικό του, την απελάμβανε τώρα το νεκρό σώμα του.

Στοργικά τον τύλιγαν οι λευκές ταινίες παστωμένες στο κολλητικό μίγμα της αλόης και της σμύρνας.

Σαν κουκούλι που ετοιμάζεται αργά και συστηματικά άλλο να κλείσει κι άλλο να γεννήσει.

Έπειτα οι δυο άνδρες τον πήραν αγκαλιά.

Τον κουβάλησαν λίγα μέτρα πιο κάτω.

Οι υπηρέτες είχαν ανοίξει έναν τάφο τραβώντας μια τεράστια πέτρα από το στόμιο. Τον έβαλαν μέσα. Λίγο αργότερα βγήκαν αφήνοντας τον μόνο.
Μετά το θάνατο, σαν να μην έφτανε αυτός, κύλησαν και το βράχο ανάμεσα σε μένα κι εκείνον.
Φεύγουν.
Σε αφήνουν μόνο.
Μήπως μόνος δεν ήσουν πάντα; Κοιμήσου.
Εγώ θα μείνω εδώ.

Αλεξανδρεύς
.........................................................................

ΟΤΙ ΗΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥ(ΣΤ΄)
Εκείνο το βράδυ άρχισα να σου μιλώ.
Θυμάσαι; Στην πρώτη ως τότε συνάντησή μας -εκείνη που ξέρει όλος ο κόσμος- εγώ παρέμεινα σιωπηλή. Τι κι αν βοούσε το είναι μου; Τα χείλη είχαν μείνει σφραγισμένα.
Μόνο η καρδιά μου είχε ανοίξει διάπλατα.
Αλλά κι εσύ είχε μείνει σιωπηλός απέναντί μου. Όσα είπες για μένα, τα είπες σε άλλους.
Εμείς οι δυο είχαμε συνεννοηθεί αμίλητοι.
Έτσι όπως πρέπει να συνεννοούνται οι άνθρωποι όταν έχουν κάτι πολύ σπουδαίο να μοιραστούν.
Όμως ετούτο το βράδυ, ένιωθα την ανάγκη να σου μιλήσω.
Ίσως να ήταν η εκκωφαντική σιωπή που απλώθηκε όταν και οι τελευταίοι επισκέπτες σου έφυγαν. Όταν πήραν κουβαλητή σχεδόν τη μάνα σου φεύγοντας για την πόλη.
Σε είχαν αφήσει μόνο να πας εκεί που δεν μπορούσε κανένας να σε ακολουθήσει.

Κι εγώ, απέναντι του τάφου, ζαρωμένη κάτω από το λαμπερό φως της σελήνης άρχισα δειλά δειλά να σου μιλώ για μένα.
Είναι, λένε, ο ασφαλέστερος τρόπος να γνωρίσεις τον άλλο.
Να του πεις την ιστορία σου.
Να τον αφήσεις να αγγίξει εκείνα που ως τώρα φύλαγες για σένα.
Ήθελα να σε μάθω.
Και δεν είχα άλλο τρόπο από το να σου πω τη ζωή μου.
Ήμουν σίγουρη πως με άκουγες.
Κι ήμουν σίγουρη πως ήθελες να με ακούσεις.
Δεν είναι που δέχτηκες το μύρο στα πόδια σου.
Μεγαλύτερη σιγουριά μου δινε ο φοβερός εκείνος λόγος που ξεστόμισες πριν κάποιες ώρες.
Λόγος φοβερότερος από την πιο τρομακτική διαταγή του πιο αδίστακτο βασιλιά.
Λόγος που έσβηνε μια για πάντα όλες τις εξυπναδίστικες κουταμάρες των ανόητων που σε περικύκλωναν.
Λόγος που μ αγκάλιαζε τόσο τρυφερά όσο κανείς δε με αγκάλιασε στη ζωή μου:

-Πατέρα μη τους μετρήσεις το έγκλημα. Δεν ξέρουνε τι κάνουν
Σε αγαπούσα , σε αγαπώ και νομίζω πως θα σε αγαπώ για πάντα, όμως για ένα περίεργο λόγο ένιωθα πως ήμουν ανάμεσα σε εκείνους.
Σε κείνους που σε κάρφωναν στο φοβερό ξύλο.
Σε εκείνους που τώρα -ειδικά τώρα- αλλά και πάντα έχουν ανάγκη το λόγο αυτό, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν.
Σου είπα, λοιπόν, την ιστορία μου.
Πώς ξεκίνησα μικρό κορίτσι στην βόρεια Παλαιστίνη, σε μια από τις ελληνίζουσες πόλεις, πώς μεγάλωσα σε μια οικογένεια μισοδιαλυμένη, πώς πείνασα, πώς διάλεξα τον εύκολο δρόμο για να κερδίζω το ψωμί μου.
Πάλευα συνέχεια να μαι δίκαιη στην ιστορία που σου λέω.
Να μη δικαιολογώ τα πάντα, να αφήνω χώρο για τη δική μου προσωπική ευθύνη, για τα λάθη μου και ταυτόχρονα να μην κρύβω όσα με σπρώξανε με τον τρόπο τους στο δρόμο που πήρα.
Ήθελα να ξέρεις την αλήθεια.
Ήθελα να με αγαπάς γι αυτό πού είμαι όχι για μια καλοζωγραφισμένη, ψεύτικη είκονα. Ταυτόχρονα δεν άντεχα να μη σου πω κι όσα δικαιολογούσαν κάποιες από τις αμαρτίες μου.
Σου είπα πώς έφτασα στα Ιεροσόλυμα, πώς έζησα χρόνια σε μια ηδονή που άλλοτε πέθαινε από την σκληρότητα του άλλου και άλλοτε άφηνε να αναβλύζει μια οδύνη για την κατάντια μου.
Είναι -εσύ το ξέρεις καλύτερα από μένα- περίεργο ον τούτος ο άνθρωπος.

Διψάει για χαρά με τρόπο τόσο βαθύ και άγριο, που είναι ικανός τα πάντα να κάνει γι αυτό.
Θέλει τον άλλο, εικόνα του εαυτού του αληθινή -όχι την ψεύτικη που δίνουν τα κάτοπτρα.
Έτσι τους ήθελα κι εγώ τους άλλους. Όχι όλους. Μα μερικούς.
Τους έβλεπα όπως μπαίναν στο δωμάτιό μου και τους ξεχώριζα. Δεν ήταν ο τρόπος, τα ίδια σταθερά σημάδια που σε έκαναν να τους ξεχωρίσεις. Ήταν .... δεν ξέρω τι ήταν.
Μαζί τους ένιωθα ξανά άνθρωπος.
Με συγχωρείς που στα λέω όλα αυτά. Η εικόνα σου, η αψεγάδιαστη θα πρεπε να ναι εμπόδιο για να σου μιλήσω για τις ερωτικές μου συνευρέσεις. Μα σε νιώθω δικό μου. Σε νιώθω ότι είσαι εγώ. Στον εαυτό μας πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Κάθομαι τώρα εδώ και σκέφτομαι.
Έχω μια ερώτηση, μια ερώτηση τρομερή να σου κάνω.
Μια ερώτηση που είμαι εγώ η ίδια.
Πώς γίνεται δύο τόσο αντίθετα πράγματα να είναι τόσο κοντινά; Τόσο διπλανά;
Πώς γίνεται να ακουμπούν η αγάπη, ο έρωτας κι η αμαρτία; Από τη μια εκείνο που σε κάνεις να νιώθεις άνθρωπος, εκείνη η ασυγκράτητη δύναμη που σε κάνει να σβήνεις τα πάντα για χάρη της κι απ' την άλλη η αμαρτία που μας κάνει δακτυλοδεικτούμενους.
Ετούτο το μυστήριο είναι η ζωή μου, είμαι εγώ.
Λες πως είσαι, και το πιστεύω, ο Γιος του Θεού.
Μα τον φοβάμαι τον Πατέρα σου.
Είναι Εκείνος που συχνά πυκνά δίνει εντολή να λιθοβολούν ανθρώπους. Είναι τρομερός ξέρεις ο θάνατος από λιθοβολισμό.
Αν είσαι τυχερός και σε βρει καμμιά πέτρα κατακέφαλα έχει καλώς.
Αλλιώς υποφέρεις πολύ.
Εσένα όμως σε αγαπώ.
Και τούτη η αγάπη νικάει το φόβο μου.
Όμως δεν καταλαβαίνω πολλά.
Μου φαίνεται ούτε οι μαθητές σου σε καταλαβαίνουν.
Νιώθω όμως πως γίνεται να σε αγαπώ χωρίς να καταλαβαίνω.
Και πως εσύ μ'αγαπάς και καταλαβαίνεις.
Ξημερώνει! Τι φωτίζει τη γη τώρα που είσαι στο χώμα;

Αλεξανδρεύς
Αναρτήθηκε από Αναστάσιος στις 12:54 π.μ. 0 σχόλια
Ετικέτες Αλεξανδρεύς
.....................................................
ΟΤΙ ΗΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥ(Ζ΄)
Σάββατο, 03 Απριλίου 2010
ΟΤΙ ΗΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥ (Ζ΄) - Αλεξανδρεύς
(Αναδημοσίευση από το http:// anastasiosk.blogspot.com. Ευχαριστούμε π ά ν τ α θερμά τον Αναστάσιο και τον Αλεξανδρέα)

Ένα σκονισμένο σανδάλι με έσπρωξε για να με ξυπνήσω. Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά και όσο κι αν είχα μαζευτεί δεν με έκρυβε πια τίποτε. Σήκωσα το βλέμμα και είδα έναν στρατιώτη να με κοιτάζει άγρια. Πιο πέρα ένας άλλος έψαχνε τον τόπο για παρουσίες σαν τη δική μου.
Οι υπόλοιποι ήταν απασχολημένοι με το βράχο στο άνοιγμα του τάφου. Του περνούσαν κορδέλες και σφράγιζαν με κερί την ένωσή τους.
Τι φοβόντουσαν άραγε;
Και νεκρό σε φοβούνταν; Ύστερα δυο από αυτούς έμειναν εκεί να φυλάνε. Οι υπόλοιποι με τον επικεφαλής ήταν έτοιμοι να αναχωρήσουν. Το βλέμμα τους έδειχνε ότι κι εγώ έπρεπε να κάνω το ίδιο.
Δεν ξέρω ποιος λυπήθηκε περισσότερο: ο Αδάμ με την Εύα όταν τους έδειχναν την πόρτα του Παραδείσου ή εγώ τώρα που έπρεπε να σε εγκαταλείψω. Τουλάχιστον ο Αδάμ είχε την Εύα.
Εγώ ήμουν μόνη σε έναν κόσμο που μου φαινόταν πια τόσο άδειος χωρίς εσένα.
Τόσο τρομακτικός και άχρηστος. Χωρίς νόημα και σκοπό.
Περπατούσα χωρίς να σκέφτομαι πού πάω. Μου πήρε ώρα να καταλάβω πως περπατούσα ανάποδα τη διαδρομή που είχες κάνεις εσύ:
Από το Γολγοθά στο λιθόστρωτο, από εκεί στο σπίτι του Καϊάφα, πίσω στη Γεθσημανή όπου έμαθα ότι πέρασες την τελευταία σου νύχτα κι από εκεί κάτω απ το σπίτι που έφαγες με τους μαθητές σου. Ήταν ένα πολύ καθώς πρέπει σπίτι και φοβόμουν να πλησιάσω. Τι έκανα εκεί; Δεν ξέρω. Ίσως προσπαθούσα να βρω ίχνη της παρουσίας σου.
Δε βρήκα παρά μόνο το ξύλο στην αυλή του Πραιτωρίου, εκεί που σε είχαν δεμένο και σε μαστίγωναν. Το πλησίασα και το άγγιξα.
Μου φάνηκε ζεστό ακόμη. Ίσως να ήταν ιδέα μου ...

Έξω από το σπίτι του τελευταίου σου δείπνου δέχτηκα την καινούργια επίθεση. Όχι από κανέναν υπηρέτη που ήθελε να με διώξει μη και μαγαρίσω τη φήμη του σπιτιού.
Όχι! Η επίθεση ήταν μέσα μου.
Κι ήταν η πιο λυσσαλέα που έχω δεχτεί ποτέ.
Ξέρεις κάθε φορά που περνάμε μια τέτοια επίθεση, κάθε φορά που νιώθουμε την καρδιά μας να λυγά, τα γόνατά μας να τρέμουν, το μυαλό μας να σταματά, πιστεύουμε πως πιάσαμε πάτο.
Πως δεν υπάρχει -δεν είναι δυνατόν να υπάρξει- κάτι χειρότερο.
.....................................................................................................
Θυμάμαι τη γιαγιά μου που πάντα έκλεινε το λόγο της σαν αναφερόταν στα βάσανα του κόσμου με τα λόγια: “Και μη χειρότερα”.
Στη ζωή της είχε περάσει βάσανα πολλά.
Είχε δει παιδιά της να πεθαίνουν, ανθρώπους που αγαπούσε να χάνονται χωρίς λόγο.
Είχε πιει το ποτήρι της πίκρας μέχρι τον πάτο κι όμως έλεγε πάντα αυτή την κουβέντα.
Με κρατούσε στα γόνατά της μια φορά, όταν πέρασε μπροστά μας ένα αλλόκοτο πλάσμα.
Δυο άνθρωποι, δυο παιδιά ενωμένα στη ράχη.
Νομίζω πως δεν έχω δει τραγικότερο θέαμα στη ζωή μου.

(Ήμουν μικρή τότε και δεν ήξερα πως συχνά κάτι τέτοιο συμβαίνει με όλους μας. Να κουβαλάς συνέχεια μαζί σου έναν άλλο που δεν τον θες που ωστόσο είναι εσύ τόσο όσο και το άλλο μισό).

Οι γυναίκες που κάθονταν μαζί με τη γιαγιά κούνησαν το κεφάλι με θλίψη και τα δυο παιδιά βρήκαν την ευκαιρία να εκφράσουν τον πόνο τους για το δράμα που πέρναγαν.
Όλες οι γυναίκες κάτι είπαν κι η γιαγιά μου έκλεισε την κουβέντα λέγοντας:
“Και μη χειρότερα, παιδιά μου”.
Τότε, το ένα από τα δυο κολλημένα παιδιά την κοίταξε και είπε:
-΄Εχει και χειρότερα, γιαγιά;
-΄Εχει παιδάκι μου. Έχει.
Την κοίταξα όλο απορία. Λίγο καιρό αργότερα έλαμψε η σοφία της με τον πιο απόλυτο τρόπο.
Ένα από τα δυο παιδιά είχε πεθάνει και το άλλο το κουβαλούσε δυο μέρες πεθαμένο στο κορμί του μέχρι να σβήσει κι εκείνο.
.................................................................................................................................
Ο εχθρός γύρεψε να με συντρίψει χτυπώντας στο κέντρο.
Ήξερε πως αν κέρδιζε τούτη τη μάχη, είχε κερδίσει τα πάντα.
Ήξερε πως το Κέντρο ήσουν Εσύ.
Πως η ζωή μου ήταν μόνο η αγάπη σου.
Εκεί με χτύπησε.
Μου ξανάφερε μαστορικά τις σκέψεις της νύχτας.
Εκείνο το μεγάλο, το άλυτο ερωτηματικό μου.
Εκείνο το γιατί που με τριβέλιζε.
Έβαλε στόχο την αγάπη μου για σένα.
Κρατούσε στα χέρια όπλα τρομερά: την γνώμη του κόσμου, τη φωνή της συνείδησής μου, το νόμο του Θεού.
Αντάριαζε τις σκέψεις μου και πολέμαε να μου δείξει πως η αγάπη μου για σένα ήταν ... όχι, όχι μη βιαστείς να πεις ψεύτικη.
Αυτό δεν τόλμησε να το ψελλίσει.
Θα του γύριζα μια ξανάστροφη με τη δεξιά της ψυχής μου που θα ταν όλη δική του. Θα τού μπηγα στα σωθικά της αμφιβολίας όλα όσα είχα κάνει για σένα, πώς δε λογάριασα ούτε κόσμο, ούτε ζωή, ούτε χρήμα.
Θα του δειχνα τα ματωμένα από το δρόμο πόδια μου, τα πρησμένα από το κλάμα μάτια μου, τα μπερδεμένα και κολλημένα από το υπόλειμμα του μύρου μαλλιά μου.
(Δεν τα λουσα ξανά από τότε. Τα άφησα απείραχτα αυτά που είχαν ευλογηθεί να σε αγγίξουν!)
Όχι δεν τόλμησε να την πει ψεύτικη την αγάπη μου. Είναι πονηρός!
Ξέρει να μας πολεμάει με χιλιάδες τερτίπια, βετεράνος στον πόλεμο αιώνων.
Δεν μου την είπε ψεύτικη την αγάπη μου. Την είπε ... αμαρτωλή. Την τσουβάλιασε μαζί με όλες τις μέχρι τώρα αγάπες μου, με όλα τα πάθη μου, με τη ζωή μου.
Και μου κλεινε το στόμα κουνώντας μπροστά μου το βίο μου.
Ποιος ήσουν για μένα; έτσι φώναζε. Ένας νέος, ξένος άντρας.
Κι άρχιζε να μου κατεβάζει χωρία και ρητά του νόμου για να καταδικάσουν την αγάπη μου.

Ω! πώς τον ξέρει το Νόμο!

Κανένας διδάσκαλός μας δε θα μάθει ποτέ τον Νόμο σαν αυτόν.
Ήθελα να του απαντήσω μα μου πέταγε τα χωρία του νόμου σαν άλλες πέτρες του λιθοβολισμού.
Για μια στιγμή μονάχα δείλιασα.
Για μια στιγμή και μόνη άρχισα να αμφιβάλλω για την αγάπη μου.
Να σκέφτομαι μήπως είχε δίκιο. Μήπως ο έρωτας που ένιωθα για σένα δεν ήταν παρά ένας ακόμα ανθρώπινος έρωτας.
Εκείνη τη στιγμή ένιωσα τι είναι ο θάνατος.
Ποτέ ως τότε δε με είχε αγγίξει ο θάνατος.
Ούτε όταν ένας εξαγριωμένος στρατιώτης είχε ορμήξει στο σπίτι μας όταν ήμουν παιδί ακόμα, ούτε σα νεκροφίλησα τη μάνα μου 10 χρονών κορίτσι, ούτε όταν ένας δυσαρεστημένος πελάτης -ρωμαίος στρατιώτης- τράβηξε το ξίφος του.

Η σκέψη πως κι εσύ θα μπορούσες να ήσουν αμαρτία ήταν η αψιά γεύση του θανάτου.
Και την ξέρασα μακριά.
Δεν παραδόθηκε εύκολα ο αντίπαλος. Δεν παραδόθηκε καθόλου.
Συνέχισε τον πόλεμο για ώρα.
Δεν του απαντούσα. Έκλαιγα μονάχα.
Έκλαιγα και σε παρακαλούσα να του απαντήσεις εσύ.
Και το έκανες.
Τον εξαφάνισες μέσα σε μια στιγμή.
Σαν να μην είχε συμβεί ποτέ το πήρες από μπροστά μου κι από μέσα μου.
Τότε βεβαιώθηκα οριστικά για τη θεότητά σου.
Τότε πίστεψα πως δεν μπορεί παρά να ζεις.
Νύχτωνε κι έτρεχα πάλι να βρεθώ κοντά σου.
Ήμουν βέβαιη πως θα σε ξαναδώ!

Αλεξανδρεύς

Χρόνια της αναζήτησης Ι


Χρόνια της αναζήτησης Ι

Στην οδό Σούτσου
η Φανίτσα της Διακαινησίμου
πλύθηκε, χτενίστηκε
κι ολόφωτη κάθισε στο κατώφλι.
«Αληθώς ο Κύριος
δεν έχω απόψε σώμα»
λέει σ’ αυτόν που μπαίνει.

Νένα Φιλούση

Φωτο: Οι ποιητές
Πάμπος Κουζάλης & Νένα Φιλούση

Υπάρχει Θεός;

Υπάρχει Θεός;

του Επισκόπου Αχρίδας Νικολάου



Ένας φίλος σου, σου επαναλαμβάνει συνεχώς: «Δεν υπάρχει Θεός!». Κι αισθάνεσαι σαν να σε χτυπά μαστίγιο! Κι εσύ αγωνιάς για την ψυχή και τη ζωή του. Και καλά σκέφτεσαι.

Αν υπάρχει ο Ζων και Παντοδύναμος Θεός, και αν δεν είναι ισχυρότερος από το θάνατο, τότε ο θάνατος είναι ο μοναδικός πανίσχυρος θεός! Και τότε κάθε ζωντανή ύπαρξη δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένα κλωτσοσκούφι του θανάτου. Ένα ποντικάκι στο στόμα της γάτας!

Μια φορά, αντικρούοντάς τον, του είπατε: «Ο Θεός υπάρχει. Για σένα δεν υπάρχει». Και δε σφάλατε. Γιατί εκείνοι που αποκόπτονται από τον Αιώνιο και Ζωοδότη Κύριο εδώ στη γη, αποκόπτονται από τη ζωή την πραγματική. Αυτοί, ούτε εδώ, ούτε και στην άλλη ζωή δεν θα μπορέσουν να γευθούν το μεγαλείο του Θεού και της πλάσης Του. Και καλύτερα να μην είχαμε γεννηθεί, παρά να είμαστε αποκομμένοι από τον Θεό.

Αν ήμουνα στη θέση σου θα του έλεγα τα εξής:

- Κάνεις λάθος, φίλε μου! Ορθότερο θα ήταν, αν έλεγες: «Εγώ δεν έχω Θεό». Διότι το βλέπεις, ότι υπάρχουν τόσοι άνθρωποι γύρω σου, που αισθάνονται το Θεό, και γι’ αυτό το διακηρύττουν ότι υπάρχει Θεός. Λοιπόν, μη λες: «Δεν υπάρχει Θεός»! Περιορίσου να λες: «Εγώ δεν έχω Θεό»!.

- Κάνεις λάθος! Μη μιλάς σαν τον άρρωστο που λέει ότι δεν υπάρχει πουθενά υγεία!

- Σφάλεις! Μοιάζεις με το τυφλό που λέει: «Δεν υπάρχει φως στο κόσμο»! Ασφαλώς, υπάρχει και είναι διάχυτο παντού. Αυτός ο δυστυχής δεν έχει το φως του! Θα μιλούσε δε σωστά αν έλεγε: «Εγώ δεν έχω μάτια και δε βλέπω το φως».

- Κάνεις λάθος! Μιλάς σαν το ζητιάνο που λέει: «Δεν υπάρχει χρυσάφι στη γη»! Μα χρυσάφι υπάρχει και πάνω στη γη και μέσα στη γη απλώς αυτός δεν έχει! Το σωστό θα ήταν να έλεγε: «Εγώ δεν έχω χρυσάφι»!

- Κάνεις λάθος! Μοιάζεις με το κακό εκείνο άνθρωπο που λέει: «Δεν υπάρχει καλοσύνη στο κόσμο»! Ενώ θα έπρεπε να πει: «Εγώ δεν έχω ούτε ίχνος καλοσύνη μέσα μου» και όχι «δεν υπάρχει πουθενά καλοσύνη στο κόσμο»!

Αυτά να του πεις. Γιατί, όταν κάτι δεν το έχεις εσύ και δεν το γνωρίζεις, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει πουθενά κι ότι αυτό δεν το έχει κανείς! Γιατί μιλάς εκ μέρους όλων των ανθρώπων; Πώς διακηρύττεις ότι τη δική σου ασθένεια την έχουν όλοι; Και πώς όλοι έχουν τη δική σου πλάνη;

Εκείνοι που δεν θέλουν να ζουν με τον Θεό είναι ελάχιστοι. Αλλά και γι’ αυτούς ο Θεός υπάρχει! Και τους περιμένει μέχρι την τελευταία τους αναπνοή στη γη. Και μόνο αν δεν φροντίσουν να μετανοήσουν, έστω και τη τελευταία του στιγμή, μόνο τότε ο Θεός στην άλλη τους ζωή θα παύσει να υπάρχει σ’ αυτούς, οπότε θα τους διαγράψει από το βιβλίο της ζωής.

Γι’ αυτό, πες του: Σε παρακαλώ, φίλε μου, για το καλό της ψυχής σου, για τα επουράνια αγαθά, για τα δάκρυα που έχυσε ο Χριστός και τις πληγές που δέχθηκε για όλους μας, άλλαξε στάση. Μετανόησε. Διορθώσου. Γύρισε στην εκκλησία μας.