Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Σεπτέμβρης-Ηλίας Λιαμής





Το μικρό σεντούκι (από το βιβλίο του Ηλία Λιαμή "Τα μυστικά του καιρού"

Πάντα μου έλεγαν πως ο Σεπτέμβρης είναι ένας μήνας πικρός. Με μάθανε πως είναι ο μήνας με τους περισσότερους αποχωρισμούς. Δεν το πίστευα και επιστράτευα την εξήγηση των συμπτώσεων. Μα ο Σεπτέμβρης αποδείχτηκε επίμονος και συνεχίζει να δικαιώνεται.
Όταν φτάσει η στιγμή που ο γονιός αφήνει αυτή τη ζωή, η ψυχή του καθενός περνάει διάφορες φάσεις και καταστάσεις. Κι αν η ψυχή περιφέρεται ανάμεσα στην οδύνη και τη μελαγχολία, κι αν η καρδιά αναζητάει τη συμφιλίωση με την απουσία και τις αναμνήσεις, μια περίεργη ωριμότητα αρχίζει να ξεπετάει σιγά-σιγά τα πρώτα της βλαστάρια και να πασκίζει να αναπληρώσει το πικρό και κρύο κενό.
"Η ζωή συνεχίζεται" είναι η συνηθισμένη παραμυθία προς πενθούντες. Φαντάζει φράση φτηνή και τυπική. Κι όμως, μετά την πρώτη... ανάγνωση, η φράση αυτή ανασύρει από τα βάθη της ύπαρξης μεγάλες και συναρπαστικές αλήθειες. Κάθε συνάντηση με το θάνατο αποτελεί έτσι κι αλλιώς συνάντηση με την αλήθεια.

Ειδικά όμως η συνάντηση με το θάνατο του γονιού αποτελεί κάτι περισσότερο. Ίσως γιατί πραγματοποιείται ο οριστικός αποχαιρετισμός των πιο γλυκών χρόνων, ίσως γιατί η ίδια η ζωή, αφού πρώτα αποχαιρετήσει αυτούς που την κουβάλησαν στους ώμους για εβδομηντάχρονο-ογδοντάχρονο ταξίδι, σε κοιτάει βαθιά στα μάτια και δείχνοντάς σε με το δάχτυλο σου γνέφει:
"Τώρα εσύ"
Ίσως πολλοί, την ώρα ετούτη της διαδοχής, να νιώθουνε μοναχά το βάρος της. Ένα βάρος, που ούτε κανείς τους ρώτησε αν θέλουν να το σηκώσουν, μα ούτε και θα τους ρωτήσει για τη στιγμή, που θα τ' αφήσουν στους επόμενους. Είναι μια ώρα που, αν μέχρι τώρα δεν την πέρασες, θα 'ρθει η στιγμή, που θα την περάσεις.

Αν την ώρα εκείνη δεν φορτωθείς τη ζωή με γκρίνια, σαν κατάδικος που έφτασε η ώρα του να εκτίσει την ποινή του, κι αν δεν αποστρέψεις βιαστικά το πρόσωπό σου από αυτό το βλέμμα της ζωής, που σου γνέφει, θα καταφέρεις να διαβάσεις στα μάτια της την προσδοκία και την ελπίδα. Εύκολα θα καταλάβεις, πως δεν της αρκεί να την πας δύο βήματα πιο πέρα. Αν μετά το χωρισμό με το γονιό σου δεν επιστρέψεις βιαστικά στον πολυτάραχο βίο σου, αν πριν το ξεκίνημα του δικού σου ταξιδιού αφιερώσεις στη ζωή, που σου γνέφει, λίγες στιγμές περισυλλογής και ησυχίας, τότε αυτή, με ευγενικές κινήσεις, θα σου ανοίξει μπροστά σου ένα σεντούκι. Ναι, ναι, ένα μικρό ξύλινο σεντούκι με χάλκινα δεσίματα, ένα σεντούκι με μικρούς θησαυρούς, που ο γονιός σου το κουβαλούσε και το γέμιζε, όσο ταξίδευε.

Έκπληκτος θα μείνεις από την πραμάτεια, όταν τ' ανοίξεις. Υπέροχες καρφίτσες πείρας, λεπτά δαχτυλίδια παθημάτων, χρυσά φλουριά μαθημάτων, περίτεχνες πόρπες διορθωμένων λαθών, μυστικές συνταγές εξαίσιων χειρισμών, για κάθε περίσταση. Γρήγορα θα αντιληφθείς πως τα περισσότερα είναι κληρονομιά γενεών πολλών. Λίγα θα βρεις να είναι ολοκαίνουρια. Ανασκαλεύοντας, θα βρεις και πολλά αγυάλιστα, λίγο χτυπημένα, ίσως και παραμορφωμένα. Σα να περιμένουν το μάστορά τους, που θα τους δώσει μορφή και κάλλος. Όλα, όμως, με την αξία τους.

Μην πετάξεις τίποτα. Ψάξε τα! Παρατήρησέ τα ένα ένα! Άπλωσέ τα πάνω στο νυφιάτικο κρεβάτι των γονιών σου και αφιέρωσε λίγες στιγμές στο καθένα ξεχωριστά. Κι όταν το χέρι σου θα φτάσει στον πάτο του σεντουκιού, τα ακροδάχτυλά σου κάτι περίεργο θα ψηλαφίσουν: Ένα μικρό χάλκινο καδράκι. Θα το τραβήξεις επάνω. Κάτι θα σου θυμίσει. Α, ναι! Είναι όπως αυτά που έφτιαχνες μικρός στη γιορτή της μητέρας, κάθε δεύτερη Κυριακή του Μάη. Επάνω του χαραγμένο ένα μήνυμα με ωραία πλαγιαστά γράμματα. Μικρό, γλυκό, διάφανο:

"Μπορείς, σ' αγαπάω, συγγνώμη.

Η μαμά σου"

Όταν τα δάκρυά σου ξεπλύνουν τη σκόνη, θα κλείσεις τα μάτια και αργά-αργά θα ψιθυρίσεις:

"Μαμά, προχωράω. Μαμά, μου λείπεις. Μαμά, φίλοι πιά".

Μετά θα χώσεις το καδράκι στον κόρφο σου και θα κλείσεις προσεχτικά το καπάκι. Έχεις χρέος να προστατέψεις αυτό το σεντούκι. Έχεις χρέος να μην εγκαταλείψεις την πραμάτεια του στους πέντε ανέμους. Με κόπο έφτασε ως εσένα. Μην του σταματήσεις το ταξίδι. Μπορεί να σε βαραίνει η ευθύνη. Θα σου πω όμως κάτι: Τη στιγμή που θα το παίρνεις παραμάσχαλα, έτοιμος για τη δική σου περιπλάνηση, θα νιώσεις τον αέρα γεμάτο ευγενικές μορφές να σε παραστέκουν. Δεν είσαι μόνος. Ποτέ δεν θα 'σαι μόνος. Γιατί απ' τη ζωή δεν χωρίζουμε ποτέ. Κι όλες αυτές οι περασμένες καλές κι ευγενικές υπάρξεις, πιασμένες χέρι-χέρι, πιο ζωντανές κι απ' όταν ζούσαν, σε παρατηρούν. Δε βοηθάν τα πήλινα μάτια μας να το αντιληφθούμε. Μα θα 'ρθει η στιγμή -για όλους πάντα έρχεται αυτή η μια, η προσωπική, η μεγάλη στιγμή- που όλα θα αποκαλυφθούν διάπλατα. Η στιγμή, που θα ενώσεις και το δικό σου χέρι με τα χέρια τους και θα γευτείς όλα τα λόγια και τις κινήσεις που περίμενες.

Είναι η ίδια στιγμή, που θα ανοίξεις για τελευταία φορά το μικρό σεντούκι και θα ρίξεις μια γλυκιά ματιά στην πραμάτεια, που τόσα χρόνια κουβάλαγες. Είναι η ίδια στιγμή που θα νιώσεις περήφανος για τα πολύτιμα, που παρέλαβες και φύλαξες, ή και για εκείνα, που απ' τα χέρια σου πήραν μια αστραφτερή γυαλάδα. Θα χαρείς, βλέποντας τα δυο-τρία καινούρια, που εσύ έβαλες μέσα. Θα ψιθυρίσεις ένα "κρίμα" για όσα άφησες αραχνιασμένα και θαμπά. Με ελπίδα όμως θα βγάλεις απ' τον κόρφο σου ένα καινούριο χάλκινο καδράκι και μ' εκείνα τα περίεργα εργαλεία, που δουλεύουν το χαλκό, θα γράψεις πάνω του το δικό σου μήνυμα, που θα κλείνει μέσα του όλα εκείνα τα κρυφά και ανομολόγητα, που τόσο θέλησες, αλλά δεν μπόρεσες να πεις στο παιδί σου:

"Μπορείς, σ' αγαπάω, συγγνώμη.

Ο μπαμπάς σου".

Μετά με επιμέλεια θα το τακτοποιήσεις στον πάτο του σεντουκιού, θα κλείσεις με προσοχή το καπάκι του και θα το παραδώσεις.

Αυτό το μικρό ξύλινο σεντούκι με τα χάλκινα δεσίματα. Το μικρό αυτό σεντούκι, το γεμάτο με θησαυρούς.



Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

Το προνόμιο του παραπόνου


Μου είπε κάποιος «Έχω ένα βαθύ παράπονο που με τρώει. Δεν έχω γυναίκα». Του απαντώ χαριτολογώντας : «Σου επιτρέπεται και εσένα να έχεις ένα παράπονο στη ζωή, όπως όλοι οι άνθρωποι στον πλανήτη που έχουμε τουλάχιστον ένα παράπονο. Όταν θα φύγεις από αυτόν τον κόσμο θα προσφέρεις και εσύ ένα παράπονο στον Χριστό μας. Άλλοι θα προσφέρουν τα βγαλμένα μάτια τους, άλλοι τα κομμένα πόδια τους, άλλοι το άδειο στομάχι τους, άλλοι τα άρρωστα μέλη τους, άλλοι την απελπισία τους που δεν ήξεραν γιατί ζουν, άλλοι τους διωγμούς τους, άλλοι τα μαρτύρια και τους εξευτελισμούς τους, άλλοι τους χωρισμούς τους, άλλοι τα άρρωστα παιδιά τους. Εσύ στον Εσταυρωμένο μας Χριστό θα προσφέρεις τον δικό σου σταυρό : την έλλειψη συντρόφου».

Όποιος δεν έχει παράπονο σε αυτήν τη ζωή θα είναι πολύ «γκαντέμης» στον Ουρανό. Θα νιώθει κόμπλεξ, καθώς οι άλλοι θα έχουν να προσφέρουν κάτι στον Χριστό και αυτός θα πάει με άδεια χέρια.

Αρχιμ. Αρσενίου Κωτσόπουλου, "Εκπλήξεις Χάριτος", Αθήνα 2010, σελ. 460

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού


Το αγαθόν είναι εκ φύσεως εραστόν και επιθυμητόν, φυσικώς πάντοτε αυτό επιθυμούμε ΄ κακόν δε είναι η παραφύσιν επιθυμία, όταν επιθυμούμε κάτι διαφορετικό από το εκ φύσεως επιθυμητόν।
Ω! Κύριε μου γύρισε με πίσω στην αγκαλιά σου... Κάνε με πρόβατο δικό σου... Κάνε να επιλέγω πάντα αυτό που είναι η φύση μου, το αγαθόν!

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010






Η ΟΣΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ από την Αλεξάνδρεια
Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια [στα χρόνια του βασιλιά Ζήνωνος (474-490)] και ήταν συνεζευγμένη με ευσεβή άνδρα, τον Παφνούτιο. Ή ζωή της Θεοδώρας ήταν τίμια, ενάρετη και αφοσιωμένη στο σύζυγο της. Όμως, ό μισόκαλος διάβολος, σε κάποια στιγμή αδυναμίας της Θεοδώρας, την έσπρωξε κρυφά στη μοιχεία. Κανείς δεν την είδε. Κανείς δεν το έμαθε. Μπορούσε, επομένως, να συνεχίσει αρμονικά τη ζωή της με το σύζυγο της. Όταν, όμως, άκουσε τα λόγια του Ευαγγελίου, με τα όποια ό Κύριος διδάσκει ότι "ουκ εστί κρυπτόν, ό ου φανερόν γενήσεται"1,δέν υπάρχει, δηλαδή, κρυφό, το όποιο δε θα γίνει φανερό στο μέλλον, σκέφθηκε το βάθος της αμαρτίας της και έκλαψε πικρά. Ντύθηκε έπειτα ανδρικά, πήγε σε μοναστήρι και εκάρη μοναχός με το όνομα Θεόδωρος. 'Εκεί, μέρα-νύκτα μετανοούσε και έκλαιγε την αμαρτία της. Μετά από δύο χρόνια, συκοφαντήθηκε ότι πόρνευσε με γυναίκα, όταν έφεραν ένα νεογέννητο μωράκι έξω από τη ν πόρτα του μοναστηριού. Τότε ή Θεοδώρα πήρε το βρέφος και για επτά ολόκληρα χρόνια, έξω από το μοναστήρι με διάφορες κακουχίες, το ανέθρεψε σαν δικό της. Όταν επανήλθε στο μοναστήρι, το ταλαιπωρημένο σώμα της μετά από λίγο καιρό ξεψύχησε. Τότε οι μοναχοί, όταν διαπίστωσαν το φύλο της, θαύμασαν και όλοι μαζί δόξασαν το Θεό. 1. Ευαγγέλιο Λουκά, η' 17.



Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ

"Αποφεύγοντας λοιπόν να παρασταθούμε και παρακολουθήσουμε είτε γενικά, είτε με λεπτομέρειες την παραμονή του στη χερσόνησο του Άθω, την καταγεμάτη διδαχή, συγκίνηση και δέος, θα βρεθούμε κοντά σε μία επίσκεψη που έκανε μιά από κείνες τις ημέρες στα Καυσοκαλύβια, στη δροσερή Κερασιά κι από εκεί στα Κατουνάκια, στο Ησυχαστήριο των ζωγράφων Δανιηλαίων, στην ακροτοπιά, που, όπως λένε, ψέλνουν αγγελικά. Ήταν μία ταλαιπωρία, για να φθάσει ώσαμε εκεί. Αλλά υπερνικήθηκε από τον έρωτα που ένοιθε για βυζαντινές μελωδίες, για κατανυκτικούς ύμνους στην Υπεραγία Θεοτόκο. Στα Κατουνάκια οι περίφημοι ζωγράφοι Δανιηλαίοι από αδελφό σε αδελφό φύλαγαν το θησαυρό του αρχαίου μέλους, ισοκρατούσαν και έμελπαν την υμνολογία χρωματίζοντας το λόγο σαν άγγελοι. Κάτι το ασύλληπτο, το "ραντίζον την ψυχήν θεικήν δρόσον και αγαλλίασιν". Στο Ησυχαστήριό τους, περίφημο για την Αβραμιαία φιλοξενία του, εμόναζαν και τότε κάπου δώδεκα αδελφοί, οι οποίοι ζούσαν μεταξύ τους με άκρα υπακοή, απλότητα και αγάπη. Εκτελούσαν τις ιερές ακολουθίες με τέτοια κατάνυξη, που ο επισκέπτης λησμονούσε τα πάντα, αιθεροπιανόταν, ξέφευγε από τη χοική ουσία και επιθυμούσε να μη σαλέψει ποτέ από κεί.
Κάπου δέκα λεπτά της ώρας πορεία, κάτω από το Ησυχαστήριό τους, ήταν το φρικτό Καρούλι, ένας απόκρημνος βράχος πάνω από εκατό μέτρα, όπου κάτω χαμηλά στις ακριές του βρεχόταν από το μανιασμένο κύμα της ακρογιαλιάς.
Οι Δανιηλαίοι δεν είχαν ειδοποιηθεί για την επίσκεψή του, δεν ήξεραν ποιός είναι. Παρουσιάστηκε με καλογερικό σκούφο, με τα παλαιά ράσα που χρησιμοποιούσε στην καλλιέργεια των λουλουδιών του κήπου της Ριζαρείου, με χοντρές καλογερίστικες αρβύλες. Είπε πως ήταν ένας μοναχός από την Αθήνα. Τον υποδέχθηκαν όμως όπως πάντα με εγκαρδιότητα, με Αβραμιαία, όπως είπαμε, καλοσύνη και, αφού τον εκέρασαν νωπά σύκα, φουντούκια με αγριόμελο, ευχαριστήθηκαν που θα έμενε μερικές μέρες κοντά τους να παρακολουθήσει τις ιερές ακολουθίες.
Αλλά τα λίγα λόγια του, περίεργο, είχαν ουσία, τόξευαν ακτίνες "Θείου Φωτός!" . Όπου καθώς σε μιά στιγμή ύστερα από τις πρώτες περοποιήσεις σιγοπερπατούσαν με έναν από τους αδελφούς Δανιηλαίους, τον πέμπτο της συντροφιάς, κατευθυνόμενοι προς το φοβερό βράχο του Καρουλίου, συναπαντούν έναν άγνωστο "περίεργο" ερημίτη, μελαμψό, με καταμπαλωμένο κίτρινο ράσο, λιπόσαρκο, με δύο μεγάλα μάτια που σε καθήλωναν...
-Ευλογείτε...ψιθύρισε ο Νεκτάριος. Κι απόμεινε εκστατικός.
-Ο Κύριος, αποκρίθηκε αυτός. Και μονομιάς έκανε παρατήρηση στον αδελφό Δανιήλ.
-Πώς προπορεύεσθε, αδελφέ, από τον Πενταπόλεως, τον πρό πολλού ενταχθέντα μεταξύ των αγίων ιεραρχών; Σα να τους κόπηκε η αναπνοή. Ο Δανιήλ απόμεινε να κυττάζει χαύνος. Εκείνος εκύτταζε τα μάτια του ερημίτη και σώπαινε. Η καρδιά του γοργοκτυπούσε. Είχε λοιπόν δίπλα του μίαν άγνωστη αγωνιστική ψυχή, ευλογημένη με το ποορατικό χάρισμα; Άθελά του δάκρυσε.
-Υπερευλογημένο το όνομα του Κυρίου μας, αδελφέ, ψιθύρισαν τα χείλη του. Μην αναφέρετέ τι δια τον ταπεινόν δούλον του. Παρακαλώ...παρακαλώ, δεχθείτε...τον
ασπασμόν μου. Κι επλησίασε κι έσκυψε να φιλήσει το ροζιασμένο χέρι του ερημίτη.
Εκείνος τραβήχθηκε με φόβο. Και σκύβοντας με τη σειρά του να φιλήσει το χέρι του επισκέπτη βρέθηκαν οι δύο πρόσωπο με πρόσωπο. Αντάλλαξαν εγκάρδιο ασπασμό.
-Χθες οι δαίμονες φρύαξαν... ψιθύρισαν τα χείλη του ασκητή. Μεταβλήθησαν σε σμήνος μεγάλων κωνώπων, με έπληττον και προσπαθούσαν να με αφήσουν χάμου αναίσθητον. Πλην όμως δεν ίσχυσαν εις το σημείον του Τιμίου Σταυρού. Εις δε την φράσιν "Αναστήτω ο θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού" εξηφανίσθησαν.
-Διατί;
-Διότι θα μου εδίδετο η ευκαιρία να γνωρίσω έναν φοβερό διώκτην των. Τί νέα από τον κόσμο;
-Τι νέα...Πόλεμοι, ατασθαλίαι, ζυμώσεις και...
-Καταλαμβάνω, συμπλήρωσε ο ερημίτης. Κομπασμός, υπερηφάνεια, νοησιαρχία.
Ακολούθησε σιγή.
Στο μεταξύ ο αδελφός Δανιήλ παρατηρούσε με έκσταση τον απρόσμενο εκείνο επισκέπτη, που ήταν Επίσκοπος, και προσπαθούσε με λόγια συντριβής να επανορθώσει την παράλειψη προσφοράς του ανάλογου σεβασμού.
-Σας αντιλαμβάνομαι, Σεβασμιώτατε,έπιασε να λέει ο ασκητής. Νοσταλγείτε την μόνωσιν. Αλλ' εφόσον θεωρήσατε καθήκον να υπηρετήσετε αυτοπροσώπως τον λαόν, εφόσον
υπελογίσατε τους συνανθρώπους και τους αγαπήσατε εκ μέσης καρδίας...Θάρθει και η μόνωσις.
Τον κύτταξε πάλι στα μάτια και ξαναδάκρυσε.
-Τί φρονείτε δια τον εικοστόν αιώνα που έρχεται; σιγορώτησε.
Ο ερημίτης δεν αποκρίθηκε αμέσως. Σήκωσε το βλέμμα ψηλά, πήρε βαθειά αναπνοή και είπε:
-Τέλος τα βασίλεια. Πόλεμοι...ανησυχίαι, σφαγαί, καταστροφαί. Κυρίαρχος ο φόβος.
-Ο φόβος...επανάλαβαν τα χείλη του Δανιήλ.
Δεν είπαν άλλο τίποτα. Προχώρησαν και οι τρείς για το φοβερό βράχο..."