Αυτό που ακούστηκε μέσα στη βαθιά νύχτα ήτανε κλάμα παιδιού που προχώρησε μ' ένα μουγκρητό τραυματισμένου ανθρώπου μέσα στ' απέραντα σκοτάδια που χτυπιόντανε ανελέητα.
Ανελέητα χτυπιόντανε ώρες πολλές μεταξύ τους άγονα τα ερωτηματικά. Κουρασμένος ο αγκώνας μου να βαστάει ένα βαρύ κεφάλι το άφησε πια να πέσει. Μπηγμένα τα δάχτυλα μου στα μαλλιά, τυραγνισμένα, δε μπορέσανε να πάρουνε καμμιάν απάντηση βασανίζοντάς τα. Ο ιδρώς που έσταζε απ' το πρόσωπό μου τίποτα δεν μολόγησε. Αποκαμωμένη η ανάκριση, γονατισμένη, παραχώρησε τη θέση της στην απελπισία. Κι αυτή χτυπούσε εύστοχα, χτυπούσε καίρια, χτυπούσε πια στα έγκατα της γης μου!
Τότε ήταν που ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα.
«Ήρθανε», σκέφτηκα. Ποιοι ήρθανε; Δεν ήξερα. Αλλά ήρθανε.
Βρήκα τη δύναμη να σταθώ στα πόδια μου, προχώρησα σταθερά κατά την πόρτα και την άνοιξα διάπλατα: ήτανε δυό παμπάλαιοι φίλοι.
«Περαστικοί ήμαστε κι ήρθαμε να σου πούμε μια καλησπέρα», είπε ο Μαχαιράς.
«Περνώντας είπαμε να σταθούμε μια στιγμή», είπε ο Ιλαρίων.
Σωριάστηκα στην καρέκλα μου κι ο Μαχαιράς πήρε κάθισμα δίπλα μου. Ο Ιλαρίων προχώρησε κατά το κελλάρι.
Έσκυψε πάνω μου ο Μαχαιράς και είπε:
«Μη σπαταλάς περισσότερο χρόνο. Καμμιά φορά η ζωή έτσι ξέρει να μας πλερώνει. Εκεί που σταματάς τη μάχη αντικρίζεις ερείπια. Πόνος δικός σου. Και πόνος που δεν είναι δικός σου. Πόνος των ιερών και των οσίων».
Πήρε ύφος ακόμη πιο σταθερό ο Μαχαιράς και συνέχισε:
«Όσους γυρέψανε να δώσουνε ζωή απ' τη ζωή τους στην ίδια τη ζωή - η ζωή τους πλέρωσε με βαθιές λαβωματιές. Τούτους να τους προσκυνάς!
Και να θαυμάζεις τους δυνατούς εκείνους που ζήσανε τις λαβωματιές τους μα δυνατότεροι απ' αυτές τις καταχτήσανε και τις προσθέσανε στη δύναμή τους. Έκαναν τις λαβωματιές τους μαργαριτάρια κι αστέρια και βγήκανε πιο πλούσιοι και πιο λαμπροί».
Απάνω σ' τούτο στράφηκε κι ο Ιλαρίων, τα χείλια και τα γένια του να στάζουνε κρασί. Κρατούσε μια κανάτα κι απίθωσε τρία ποτήρια στο τραπέζι. Γέμιζε τα ποτήρια κι έλεγε:
«Και τα κύματα του σκοταδιού ακόμη ένα μεγάλο κέρδος είναι. Που κάνει το φως της μέρας πιο λαμπερό. Τίποτα δε θα λάβουμε σαν κλείσουν οι αισθήσεις».
Ήπιε ακόμη ένα ποτήρι κρασί ο Ιλαρίων και συνέχισε:
«Ο καημένος ο άνθρωπος, πεθαμένος δυό χιλιάδες χρόνια, του δόθηκε ξάφνου η χάρη να βγει απ' το έρεβος και ν' ανοίξει τα μάτια για μια στιγμή. Μόνο μια στιγμή. Κι έβαλε σταλαγματιά σταλαγματιά το χρυσό φως του ήλιου να πέφτει απάνω στη φύση, να φανερώνει πολιτείες και να φωτίζει πλήθη πολύχρωμους ανθρώπους. Ένα θαύμα!
Ένα θαύμα είναι και το ποτήρι αυτό. Πιές το. Είναι κρασί! Πιές το κι είναι η μεγάλη ώρα!»
Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας. Τσουγκρίσαμε πολλά ποτήρια. Ύστερα ο Μαχαιράς και ο Ιλαρίων φύγαν.
Τα δυο βουνά πήγανε στις θέσεις τους. Η γη μου ησύχασε. Σφιχταγκάλιασε ξανά τ' αρχαία μάρμαρα, ανάπνευσε βαθιά με τα δάση της και σκόρπισε φουχτιές διαμαντικά ν' αστράφτουνε στις θάλασσες της κάτω απ' τον ήλιο του καλοκαιριού.
Παντελής Μηχανικός
Από την ποιητική συλλογή «Τα δυο Βουνά», 1963
Λευκωσία
http://noctoc-noctoc.blogspot.com/2012/01/blog-post_19.html
ΑπάντησηΔιαγραφή