Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΘΕΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΩΣΤΟ ΔΡΟΜΟ


Φαντάζει ἀπίθανο! Κι ὅμως, συνιστᾶ μία ὀδυνηρή πραγματικότητα. Νά παλεύεις τόν Θεό καί Ἐκεῖνος νά ξεμακραίνει. Νά περνᾶνε οἱ Σαρακοστές, τά Τριώδια κι αὐτός ὁ Θεός νά μήν γίνεται οἰκεῖος, προσωπικός, θά ‘λεγα σημαντικός. Νά ἐξακολουθεῖς χρόνια ὁλόκληρα ἕναν θρησκευτικό τρόπο ζωῆς καί ποτέ μά ποτέ νά μήν γευτεῖς «ἔριφον» μετά τῆς φίλης καρδίας σου. 



Δέν ὑφίσταται ἀνατριχιαστικότερος φόβος ἀπ’ τό νά σταθεῖς κάποια στιγμή ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ ἀπαριθμώντας Του τά θρησκευτικά σου κατορθώματα, σίγουρος γιά τήν ἀποδοχή τους,  καί ν’ ἀκούσεις ἀπό Ἐκεῖνον τό «οὐκ οἶδα ὑμᾶς». 

Σέ ὅλη τήν προπαρασκευαστική περίοδο τοῦ Τριωδίου ἀνιχνεύουμε μέσα ἀπό τά εὐαγγελικά κείμενα αὐτή τήν διαστροφή τῆς πνευματικῆς ζωῆς, νά ζεῖς δηλαδή στόν χῶρο τοῦ Θεοῦ παραμένοντας ἄγευστος τοῦ τρόπου Του. 


Ἀπόλυτος τηρητής τῶν ἐντολῶν Του ὁ Φαρισαῖος κι ὅμως, δομήτωρ -ταυτόχρονα- τοῦ αὐτοθεωτικοῦ εἰδώλου του. Συνέστιος στήν πατρική οἰκία ὅλα του τά χρόνια ὁ πρεσβύτερος υἱός, χωρίς ποτέ ὅμως νά τήν ζήσει ὡς δική του. Ἀνίκανος νά ὑπάρξει μέ τόν τρόπο ἐλευθερίας τοῦ υἱοῦ, συνθλίβει τήν ὕπαρξή του στήν κατηγορία ὑπάκουου δούλου ἑνός προσωπολήπτη ἀφεντικοῦ. Θρησκευτικοί, καλοκάγαθοι ἄνθρωποι οἱ παριστάμενοι ἐνώπιον τοῦ ἀδέκαστου κριτή, ἀσφυκτικά κλεισμένοι ὅμως στήν αὐτάρκειά τους, μέ τήν ἀπορία ἔκδηλα ζωγραφισμένη στά πρόσωπά τους -ἀργά βέβαια- γιά τό πῶς δέν «μυρίστηκαν» τήν σαρκωμένη παρουσία Του παντοῦ γύρω τους. Νηστευτές οἱ ἀποδέκτες τῶν τελευταίων εὐαγγελικῶν λόγων τοῦ Κυρίου, ἀλλά «ἀπέχοντες τῶν μισθῶν αὐτῶν», ἐξαιτίας τῆς ὑποκρισίας καί κακομοιριᾶς τους.

Ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὡς χῶρος ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ, συγκεφαλαιώνει μέ τόν σαρανταήμερο θεολογικό συμβολισμό της, ὅλη τήν περιπέτεια ἀνθρώπου καί Θεοῦ. Ἀγωνία Θεϊκῆς καταδίωξης, περιπέτεια βρότειας ἐπιστροφῆς. Δέν ἀνοίγεται μπροστά μας σάν πεδίο θρησκευτικῶν ἀνδραγαθημάτων. Ὑπάρχει γιά νά στήνουμε καρτέρι στόν Θεό. Γίνεται ὁ Ζακχαιϊκός δρόμος, διά τοῦ ὁποῖου ὁ Χριστός «μέλλει διέρχεσθαι», μ’ ἐμᾶς νά προσπαθοῦμε κάπου, κάπως νά ἀνέβουμε, «θέλοντες ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν».

Ἡ Σαρακοστή ὑπάρχει ὡς διάβαση μά καί ὡς παραμονή. Μπαίνουμε στόν λειτουργικό αὐτόν χῶρο τοῦ Θεοῦ ἐπιθυμώντας νά Τόν ἀπολαύσουμε, μέ τήν ἔνταση νιόπαντρου ζευγαριοῦ σέ γαμήλιο ταξίδι. Κάθε τι φαντάζει περισπασμός, ἐμπόδιο καί ταραχή. Παραμερίζεται γιά νά μήν χαθεῖ τό πρόσωπο, γιά νά ἔρθει στό προσκήνιο τῆς ζωῆς ἡ ἐρώμενη ὕπαρξη καί μόνον αὐτή. Περιστέλλουμε τά πάντα (φαγητά, πολύβουες ἀσχολίες, ξεκούραση, πάθη καί ραθυμία) - ὅπως τό νιόπαντρο ζευγάρι ἀφήνει πίσω φίλους καί γνωστούς γιά τό γαμήλιο ταξίδι- ἐπικεντρωμένοι στήν παρουσία Του, στό «ἕνα οὗ ἐστι χρεία». Παραμονή σέ σχέση μαζί Του ἡ Σαρακοστή, νά σέ διαπορθμεύει στήν Ἀναστάσιμη νύχτα, στό Πάσχα τῆς Βασιλείας Του.

Ὁ τρόπος αὐτῆς τῆς σχέσης εἶναι αὐτό πού στήν Ἐκκλησία μας ὀνομάζουμε πνευματική ζωή, ὀρθόδοξη ἄσκηση. Στήν διαστρέβλωση τοῦ νοήματος τῆς ἄσκησης καί κατ’ ἐπέκταση ὅλης τῆς Σαρακοστῆς εἶναι πού συναντᾶται ἡ τραγωδία νά χάσεις τόν Θεό βαδίζοντας τόν σωστό δρόμο.

Ἡ ὀρθόδοξη ἄσκηση δέν εἶναι περιστασιακή. Εἶναι ὁ τρόπος πού ζῶ τήν κάθε μέρα τῆς ζωῆς μου. Εἶναι ὁ τρόπος πού ἀδειάζω τόν ἑαυτό μου γιά νά βάλω τόν Θεό μου. Μέσα ἀπό τήν ἄσκησή μου ἐκφράζω τόν πόθο μου πρός τόν Θεό καί ταυτόχρονα τή θέλησή μου νά ἀναγνωρίσω, νά δῶ κατάματα τόν θλιβερό ἑαυτό μου. Γι’ αὐτό ἡ ἄσκηση δείχνει ὄχι τήν ἀξία μας ἀλλά τήν θέλησή μας.

Ἡ ἄσκηση πού κάνω δέν εἶναι γιά νά γίνω ἄξιος, γιά νά γίνω ἅγιος, γιά νά ἑλκύσω τόν Θεό, εἶναι γιά νά πλατύνω τήν ὕπαρξή μου, νά καταστήσω εὐάλωτη τήν καρδιά μου στίς προσεγγίσεις τοῦ Θεοῦ. Νά μπορῶ καθημερινά νά ζῶ τήν συγκλονιστική ἀλήθεια τῆς πανταχοῦ παρουσίας Του. Γιά νά μήν ξεχνῶ ὅτι ὁ Θεός εἶναι παρών στή ζωή μου, ὅτι καθημερινά ἵσταμαι ἐνώπιόν Του. Εἶτε κοιμᾶμαι, εἴτε εἶμαι ξύπνιος, εἶτε ζῶ εἴτε πεθαίνω, ὁ,τιδήποτε καί ἄν εἶμαι, αὐτό πού ἔχει σημασία εἶναι ἡ βεβαιότητα ὅτι παρίσταμαι ἐνώπιόν Του. Ἡ ἀσκησή μου εἶναι τό κάθισμά μου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Νά μήν ζητῶ ἐγώ νά δῶ τόν Θεό, ἀλλά νά μέ βλέπει Ἐκεῖνος.

Ἡ διαστρέβλωση ὅλου τοῦ ἀσκητικοῦ μόχθου ἔρχεται ὅταν θεωρεῖται ὡς ὁ σκοπός τῆς κάθε σαρακοστῆς, τῆς κάθε νηπτικῆς περιόδου τῆς Ἐκκλησίας μας καί ὄχι σάν ἐργαλεῖο, σάν μέσο γιά τό πλησίασμα τοῦ Θεοῦ. Νομίζουμε ὅτι ἡ σαρακοστή ὑπάρχει γιά νά νηστεύουμε, γιά νά ἀσκούμαστε, γιά νά ἐλεοῦμε καί νά προσευχόμαστε καί κάπου ἐκεῖ χάνεται τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, ξεμακραίνει ἡ ὕπαρξή Του, γιατί στήν πραγματικότητα ποτέ δέν ζητήθηκε, ποτέ δέν διψάστηκε, ποτέ δέν ἔγινε ποθητός ἀπό ἐμᾶς. Ἄν τά μέσα ἀναχθοῦν σέ σκοπό τότε ἡ περιπέτεια ἔλαβε τέλος. Αὐτόματα θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου πλήρη, ἱκανό καί δικαιωμένο. Ὁ Θεός κατακτᾶται ὡς ἔπαθλο τῶν κόπων σου καί αὐτός ὁ Θεός τελικά εἶναι πολύ εὔκολος, ἀδύναμος, καθόλου σαγηνευτικός. 

Καθώς τά χρόνια περνοῦν, ζώντας αὐτή τή θρησκευτική ζωή τά πάντα γίνονται ρουτίνα, ἡ ἔκπληξη πεθαίνει, ἡ συμπεριφορά τυποποιεῖται καί ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ συνηθίζεται. 

Μέ τήν ἄσκησή μου θέλω νά μαθαίνω γιά τούς δρόμους καί τίς πορείες Του, νά σκαρφαλώνω σέ συκομορέες λαχταρώντας Τον, ὥστε ἄμποτες τό θελήσει νά στρέψει τό βλέμμα Του καί νά μέ κοιτάξει. Μία φορά μόνο νά μέ κοιτάξει φθάνει. Θά βρίσκομαι ἐκεῖ μέ τήν ἄσκησή μου, ἀ λ η θ ι ν ό ς καί ὁλόγυμνος ἀπό ψευδαισθήσεις καί εὐσεβισμούς, καί θά Σοῦ φωνάζω τήν κραυγή τοῦ ποιητή: «Νἆμαι τώρα μπροστά σου γυμνός κι ἀνυπεράσπιστος καί ἄτρωτος σάν τό νεκρό στίς γκρίζες πλάκες τοῦ νεκροτομείου.
Ἄν ὄχι μέ τήν στοργή σου, σκέπασέ με τουλάχιστον μέ λίγη συγχώρεση. Κρυώνω»

π. Βασίλειος Χριστοδούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου